ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Οι προσπάθειες και τα εμπόδια της ανοιχτής πρόσβασης στην ανθρώπινη γνώση

Το 1836, ο Anthony Panizzi, ο οποίος αργότερα έγινε ο αρχιβιβλιοθηκάριος του Βρετανικού Μουσείου, κατέθετε στοιχεία ενώπιον μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης. Εκείνη την εποχή, ήταν μόνο ένας πρώτου βαθμού βοηθός βιβλιοθηκάριος, αλλά ακόμα και τότε είχε ένα φιλόδοξο όραμα για αυτό που σήμερα έγινε η Βρετανική Βιβλιοθήκη. Είπε τότε στην επιτροπή

Θέλω ένας φτωχός φοιτητής να έχουν τα ίδια μέσα για να ικανοποιεί την μαθησιακή του περιέργεια, για να ακολουθεί τις ορθολογικές του επιδιώξεις, να διαβουλεύεται με τις ίδιες αρχές, να εμβαθύνει στην πιο περίπλοκη έρευνα σαν να ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στο βασίλειο για όσο μακρυά μπορούν να τον πάνε τα βιβλία και εγώ υποστηρίζω ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να του δώσει την πιο ελεύθερη και απεριόριστη βοήθεια από αυτή την άποψη.

Πήγε μέχρι ενός σημείου να καταφέρει την επίτευξη του στόχου της παροχής γενικής πρόσβασης στην ανθρώπινη γνώση. Το 1856, μετά από 20 χρόνια εργασίας ως Φύλακας των Έντυπων Βιβλίων (Keeper of Printed Books), έχει βοηθήσει στην ενίσχυση της συλλογής του Βρετανικού Μουσείου με πάνω από μισό εκατομμύριο βιβλία, καθιστώντας την έτσι την μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στον κόσμο εκείνη την εποχή. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: για να απολαύσουν τα οφέλη όλου αυτού του όγκου της γνώσης, οι επισκέπτες έπρεπε να πάνε στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.

miniatura.png

Φαντάσου, για μια στιγμή, αν θα ήταν δυνατό να μπορούσε να παρέχεις πρόσβαση όχι μόνο σε αυτά τα βιβλία, αλλά και σε όλη την ανθρώπινη γνώση σε όλους και από παντού, φαντάσου την τελική πραγματοποίηση του ονείρου του Panizzi. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να το φανταστεί κάποιος, γιατί είναι δυνατό να γίνει σήμερα, χάρη στις συνδυασμένες τεχνολογίες των ψηφιακών κειμένων και του διαδικτύου. Το πρώτο σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε όσα αντίγραφα ενός έργου θέλουμε με πολύ μικρό κόστος και το τελευταίο, το διαδίκτυο, σημαίνει ότι μας παρέχει έναν τρόπο για τη διανομή αυτών των αντιγράφων σε οποιονδήποτε έχει μια σύνδεση στο Internet (ή έστω μια συσκευή τύπου Lantern ). Η παγκόσμια άνοδος των smartphones χαμηλού κόστους σημαίνει ότι στο “ο καθένας με μια σύνδεση στο Internet” θα περιλαμβάνονται σύντομα ακόμη και τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας, σε κάθε χώρα πάνω στον πλανήτη.

Έχουμε τα τεχνικά μέσα για να μοιραστούμε όλη την ανθρώπινη γνώση και παρόλα αυτά δεν είμαστε καθόλου κοντά στο να παρέχουμε σε όλους τη δυνατότητα να επιδοθούν στην μαθησιακή τους περιέργεια, όπως έλπιζε ο Panizzi, ενάμιση αιώνα πριν.

Τι μας εμποδίζει; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που έχει θέσει το κίνημα για την “ανοιχτή πρόσβαση” (Open Access movement ) και που προσπαθεί να απαντήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Παρά το γεγονός ότι επιτευχθεί τεράστια πρόοδος, με όλο και περισσότερη γνώση να είναι ελεύθερα (και εύκολα) διαθέσιμη τώρα όσο ποτέ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανοιχτή πρόσβαση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο στην ανάπτυξή της, το οποίο θα μπορούσε να καθορίσει το κατά πόσον θα μπορούσε να πετύχει ποτέ η υλοποίηση του σχεδίου του Panizzi.

Πίνακας περιεχομένων

  • Η Αρκάνα των ακαδημαϊκών εκδόσεων
  • Τι θα γίνει με εμάς;
  • Στην αρχή ήταν το arXiv
  • Skywriting επιστημονικών κειμένων
  • Το άνοιγμα στην Αμερική
  • Public Library of Science (Δημόσια Βιβλιοθήκη της Επιστήμης)
  • Η ανοιχτή πρόσβαση γεννιέται
  • Το SCOAP του CERN
  • PLoS ONE
  • Χρυσή ανοιχτή πρόσβαση
  • Τα προβλήματα στο υβριδικό μοντέλο
  • Πράσινη ανοιχτή πρόσβαση
  • Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται
  • Διαμαντένια ανοιχτή πρόσβαση
  • Από τον Aaron Swartz…
  • …στο Sci-Hub

Η Αρκάνα των ακαδημαϊκών εκδόσεων

Το εμπόδιο που φράζει τον δρόμο προς την επίτευξη της ανοιχτής πρόσβασης, δεν είναι απλά το ότι κάθε δημιουργία καλύπτεται αυτόματα από πνευματικά δικαιώματα , αν και το γεγονός αυτό περιπλέκει αρκετά τα πράγματα. Το κείμενο στις εργασίες που έχουν κυρίως σχεδιαστεί για να μεταφέρουν τη γνώση είναι διαφορετικό από τους τρόπους που κυρίως δημιουργήθηκαν για την ψυχαγωγία -τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά έργα, τα ποιήματα, κλπ. Οι ερευνητικές εργασίες, που συνήθως είναι γραμμένες από ακαδημαϊκούς και ερευνητές, είναι ένας τρόπος διάδοσης των ανακαλύψεων ή των ιδεών τους. Δεν είναι, κατά κύριο λόγο, γραμμένες για να κερδίσουν χρήματα, σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα και τα άλλα έργα ψυχαγωγίας.

Οι δημιουργοί των ερευνητικών εργασιών συνήθως πληρώνονται μέσω της αναγνώρισης από τους ομότιμους τους και (μερικές φορές) από το ευρύτερο κοινό και αυτό είναι κάτι το οποίο βοηθά στο να προωθηθεί η σταδιοδρομία τους και, τελικά, να οδηγήσει σε έμμεσες οικονομικές ανταμοιβές, όπως στην πιο άμεση πρόσβαση σε επιχορηγήσεις και σε έναν υψηλότερο μισθό.

Για χρόνια, οι εκδότες είναι οι μεσάζοντες σε αυτήν την διαδικασία. Έξω από τα μικρά ακαδημαϊκά εκδοτήρια, ένα βιβλίο ερευνητικής εργασίας θα αντιμετωπίζονταν το ίδιο όπως και κάθε άλλο βιβλίο. Αλλά τα περιοδικά που είναι εστιασμένα στην έρευνα είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Οι ερευνητές δεν πληρώνονται όταν παρουσιάζονται οι εργασίες τους στα ακαδημαϊκά περιοδικά, αλλά γενικά συνήθως είναι αναμενόμενο να καταβάλουν και τέλη από πάνω για να καλύψουν μερικά από τα έξοδα της δημοσίευσης. Επίσης παραδίδουν και τα πνευματικά δικαιώματα τους, στους εκδότες, οι οποίοι στη συνέχεια ενεργούν σαν να είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι τις εργασίες.

 

Επιπλέον, οι πανεπιστημιακοί είναι αναμενόμενο ότι θα πραγματοποιήσουν και άλλες εργασίες για τους εκδότες, όπως είναι οι αξιολογήσεις και η σύνταξη και πάλι χωρίς πληρωμή. Μια σημαντική πτυχή του κατεστημένου συστήματος των ακαδημαϊκών εκδόσεων είναι το peer review  (η εξέταση των εργασιών προς δημοσίευση από συναδέλφους, ομότιμους, των επιστημόνων που έκαναν τις εργασίες, συνήθως από επιστήμονες της ίδιας επιστήμης). Αυτή είναι μια διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης που εφαρμόζεται στις εργασίες που έχουν υποβληθεί για δημοσίευση και που επιχειρεί να διασφαλίσει ότι μόνο οι υψηλής ποιότητας εργασίες θα δημοσιεύονται. Η εργασία απαιτεί συνήθως περισσότερους από έναν αξιολογητές. Επιπλέον, οι ακαδημαϊκοί συχνά καλούνται να εργαστούν σε συντακτικές επιτροπές επιστημονικών περιοδικών, βοηθώντας να τεθούν οι γενικοί στόχοι και για να αντιμετωπιστούν τα τυχόν ζητήματα που προκύπτουν και απαιτούν την εξειδικευμένη γνώση τους. Και πάλι, όλες αυτές οι δραστηριότητες απαιτούν χρόνο και σπάνιες ικανότητες και οι ακαδημαϊκοί γενικά δεν λαμβάνουν αμοιβή για την παροχή της εργασίας τους.

Παρέχουν αυτήν την δωρεάν εργασία εν μέρει επειδή κάτι τέτοιο είναι ένα αποδεκτό μέρος της ακαδημαϊκής κουλτούρας. Οι ερευνητές αναμένουν ότι η δική τους δουλειά θα επανεξεταστεί από τους συναδέλφους και ως εκ τούτου είναι γενικά πρόθυμοι να επιστρέψουν αυτήν την εύνοια. Πιστεύουν ότι η παροχή όλου αυτού του έργου δωρεάν, είναι η τιμή που πρέπει να πληρώσουν προκειμένου να διατηρήσουν μια ενεργή ερευνητική σταδιοδρομία.

 

Τι θα γίνει με εμάς;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ακαδημαϊκοί κερδίζουν τελικά από τη συμμετοχή τους στο ισχύον σύστημα των εκδόσεων, στο οποίο παρέχουν δωρεάν εργασία σε αντάλλαγμα για την ενδεχόμενη δημοσίευση των δικών τους εργασιών και για την αναγνώριση τους. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που δεν επωφελούνται από αυτήν την παραδοσιακή προσέγγιση, παρόλο που την καθιστούν δυνατή. Αυτοί είναι οι φορολογούμενοι που χρηματοδοτούν την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών εργασιών που πραγματοποιούνται σε όλο τον κόσμο. Αν κάποιος από αυτή την ομάδα επιθυμεί να διαβάσει μια ακαδημαϊκή εργασία που έχει γίνει πάνω σε αυτό που έχει έμμεσα χρηματοδοτήσει, θα πρέπει σε γενικές γραμμές να πληρώσει τον εκδότη για να αποκτήσει το προνόμιο να το πράξει και χρειάζεται ένα αρκετά μεγάλο ποσό -συνήθως δεκάδες δολάρια- για να αποκτήσεις μια περιορισμένη άδεια για να διαβάσεις ένα μόνο άρθρο.

Και τα δημόσια κεφάλαια δεν χρησιμοποιούνται μόνο για να πληρώσουν τους ερευνητές, αλλά επίσης χρηματοδοτούν και την αγορά συνδρομών σε ερευνητικά περιοδικά από τις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες. Δηλαδή, τα δημόσια χρήματα θα πρέπει για ακόμα μια φορά να ξοδευτούν, έτσι ώστε οι ερευνητές να μπορούν να διαβάσουν τα άρθρα, που το κοινό τα χρηματοδότησε, αρχικά, μέσα από τους φόρους του.

Επιπλέον, οι ακαδημαϊκές εκδόσεις είναι εγγενώς μονοπωλιακές: αν θέλεις να διαβάσεις μια συγκεκριμένη εργασία, δεν μπορείς να ψάξεις τριγύρω για να βρεις τον φθηνότερο εκδότη, υπάρχει μόνο μία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ευρείας αποδοχής ενός από τους λεγόμενους “κανόνες Ιngelfinger ”, ο οποίος απαγορεύει τους συγγραφείς από το να υποβάλλουν το χειρόγραφο τους σε περισσότερα από ένα περιοδικά.

Η ασύμμετρη φύση της εξουσίας σε αυτόν τον κλάδο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι επιστημονικές εκδόσεις, τμήματα των κορυφαίων παικτών στον χώρο, όπως του Elsevier και του Springer, καταφέρνουν να παράγουν σταθερά περιθώρια κέρδους μεταξύ 30% και 40% , επίπεδα που είναι σπάνια για οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία. Τα ποσά είναι μεγάλα: τα ετήσια έσοδα που προέρχονται από τις εκδόσεις επιστημονικών, τεχνικών και ιατρικών περιοδικών στην αγγλική γλώσσα σε όλο τον κόσμο, ήταν περίπου $9.4 δις για το 2011 (βλ. “The stm report, An overview of scientific and scholarly journal publishing”, Mark Ware (Mark Ware Consulting & Outsell, Inc.), Michael Mabe (stm), Third edition, November 2012, 110 σελίδες στα αγγλικά).

Αυτές οι υψηλές τιμές έχουν ένα ακριβό κόστος. Το 2012, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ έστειλε ένα σημείωμα στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό του προειδοποιώντας τους ότι δεν μπορούσε πλέον να αντέξει οικονομικά  τις υπέρογκες τιμές για τις συνδρομές στα επιστημονικά περιοδικά. Είπε ότι τα τέλη για την online πρόσβαση σε άρθρα από δύο μεγάλους εκδότες είχαν αυξηθεί κατά 145% κατά τα τελευταία έξι χρόνια και μερικά περιοδικά έφτασαν να κοστίζουν έως και $40.000 ετησίως. Αν το Χάρβαρντ αγωνίζεται με αυτό που ονομάζεται “serials crisis ” (κρίση των σειρών), μπορεί μόνο να φανταστεί κάποιος ποια είναι η κατάσταση για τα λιγότερο καλά χρηματοδοτούμενα ιδρύματα.

Μέχρι να έρθει το διαδίκτυο, δεν υπήρχε καμιά πραγματικά εναλλακτική λύση στο παραδοσιακό ακαδημαϊκό σύστημα με τις έντυπες εκδόσεις, πράγμα που σήμαινε ότι οι ερευνητές αισθάνονταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν τα πνευματικά τους δικαιώματα και να εργαστούν για το τίποτα. Οι βιβλιοθήκες μπορούσαν να κάνουν ελάχιστα πράγματα για την μονοπωλιακή τιμολόγηση και το ευρύ κοινό στερούνταν την άμεση πρόσβαση στα αποτελέσματα των εργασιών που είχε χρηματοδοτήσει. Αυτό είχε ως συνέπεια οι πρώιμες προσπάθειες για την ευρεία και οικονομικά ελεύθερη πρόσβαση στην γνώση για όλους –όπως το παράδειγμα της Γερμανίας το 1973  να είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν.

Αλλά από τη στιγμή που οι ακαδημαϊκοί άρχισαν να κινούνται προς το online, υπήρξε ξαφνικά ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα προβλήματα ταυτόχρονα. Οι ερευνητές θα μπορούσαν να τοποθετούν το έργο τους σε ένα δημόσιο χώρο ώστε όλοι οι άλλοι να έχουν πρόσβαση σε αυτό, διατηρώντας όμως τα πνευματικά τους δικαιώματα. Δεδομένου ότι οι εργασίες θα ήταν διαθέσιμες στο κοινό, αυτές που θα αποτύγχαναν να ανταποκριθούν σε αναγνωρισμένα πρότυπα θα μπορούσαν να εντοπιστούν και είτε να βελτιωθούν, είτε να ανακληθούν, είτε απλά να αποφεύγονται. Κανένα εμπόδιο δεν θα έμπαινε στο δρόμο των άλλων ερευνητών που θα ήθελαν να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις online εργασίες, αφού οι συγγραφείς τους ενδιαφέρονται για την αναγνώριση και όχι για την άμεση οικονομική ανταμοιβή. Αν αυτή η πρακτική εξαπλώνονταν, οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες θα μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιούν τους περιορισμένους πόρους τους, που έδιναν σε δαπανηρές συνδρομές, κάπου αλλού και ακόμη, το κοινό θα μπορούσε να κατεβάσει τα έγγραφα που το ενδιαφέρουν, πολύ ελεύθερα.

Στην αρχή ήταν το arXiv

Μια από τις πρώτες και σίγουρα μία από τις πιο επιτυχημένες εφαρμογές αυτής της ιδέας, είναι το arXiv  (προφέρεται “άρτσιβ” όπως το archive που σημαίνει αρχείο/αρχειοθήκη), το οποίο βγήκε online το 1991. Δημιουργήθηκε από τον Paul Ginsparg , καθηγητή της φυσικής, της πληροφορικής και της επιστήμης των πληροφοριών στο Πανεπιστήμιο του Cornell, ο οποίος ήταν στην ίδια τάξη προπτυχιακών στο Harvard μαζί με τους Bill Gates και Steve Ballmer

Ο Ginsparg ήθελε μια γρήγορη και φθηνή λύση για το πρόβλημα της φόρτωσης των προδημοσιεύσεων (οι αρχικές μορφές των επιστημονικών εργασιών) για την φυσική υψηλής ενέργειας, έτσι δημιούργησε έναν server όπου οι φυσικοί και οι μαθηματικοί θα μπορούσαν να ανεβάσουν τα αρχικά πρόχειρα σχέδια των εργασιών τους χωρίς να χρειάζεται να πληρώσουν ή να ζητήσουν την άδεια. Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του arXiv, ο Ginsparg έγραψε ένα βιβλίο (που, φυσικά, δημοσιεύθηκε στο arXiv ) όπου περιγράφει τα βήματα που οδήγησαν στη γέννηση του αποθετηρίου που αργότερα αναγνωρίστηκε ως το πρώτο σύστημα ανοιχτής πρόσβασης.

Η εμφάνιση του συστήματος στοιχειοθεσίας TeX  του Donald Knuth  ήταν ζωτικής σημασίας. “Είχαμε περάσει στην μαζική στοιχειοθεσία με υπολογιστή στα δικά μας άρθρα”, έγραψε ο Ginsparg. “Η μετάβαση για την τότε νέα γενιά ήταν σχεδόν στιγμιαία, αφού η νέα μεθοδολογία ήταν μια βελτίωση τόσο της διαδικασίας όσο και της ποιότητα του τελικού αποτελέσματος αυτού που υπήρχε πριν, δηλαδή την δωροδοκία μιας γραμματέας για να κόψει και να επικολλήσει κομμάτια χαρτί με ψαλίδι και κόλλα”.

Μια διορατική κίνηση από τον Knuth ήταν ότι τα άρθρα που μορφοποιούνταν σε TeX μπορούσαν να αποσταλούν με τη χρήση τυποποιημένου e-mail: “Για να διευκολυνθεί η cross-platform συμβατότητα, ο Knuth επέλεξε σκόπιμα το απλό κείμενο ως την βασική μορφή του TeX, επιπλέον παρείχε έναν πρότυπο κώδικα για τη μετάδοση μαθηματικών τύπων σε άτυπες επικοινωνίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι ανταλλαγές εμπρός και πίσω από e-mail έγιναν τότε το πρώτο σχέδιο ενός άρθρου”.

Η μεταφορά προς το e-mail, όχι μόνο προανήγγειλε την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση της ανοιχτής πρόσβασης, έλυσε επίσης ένα παρόμοιο πρόβλημα πρόσβασης. “Η ανταλλαγή ολοκληρωμένων χειρόγραφων στις προσωπικές επαφές απευθείας μέσω e-mail έγινε πολύ διαδεδομένη και τελικά οδήγησε στη μαζική διανομή μέσω μεγάλων λιστών με διευθύνσεις e-mail”, έγραψε αργότερα ο Ginsparg. “Αυτός ο τρόπος είχε τη δυνατότητα να διορθώσει ένα σημαντικό πρόβλημα στην άνιση πρόσβαση στο υφιστάμενο σύστημα διανομής έντυπων προδημοσιεύσεων. Για καθαρά πρακτικούς λόγους, οι συγγραφείς εκείνη την εποχή συνήθιζαν να ταχυδρομούν σε φακέλους τις φωτοτυπίες από τα νεόκοπα άρθρα τους μόνο σε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων”. Οι εκδόσεις με το e-mail μπορούσαν να σταλούν σε εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες ανθρώπους ταυτόχρονα (και με ελάχιστο κόστος).

Εδώ είναι το πώς ο Ginsparg έφτασε να δημιουργήσει το σύστημα arXiv:

Την άνοιξη του 1991, είχα μετακομίσει στο Εθνικό Εργαστήριο Los Alamos και για πρώτη φορά είχα τον δικό μου υπολογιστή στο γραφείο μου, έναν NeXTstation  25MHz με 105MB σκληρό δίσκο και 16MB μνήμης RAM. Ήμουν έτσι πλήρης στην επίγνωση των διαθέσιμων πόρων μου σε δίσκο και CPU, τόσο σημαντικά μεγαλύτερα από ότι σε έναν κοινό κεντρικό υπολογιστή, όπου οι χρήστες είχαν κατά κανόνα διαθέσιμο μόνο ένα ισοδύναμο των 0.5MB για προσωπική χρήση.

Στο Aspen Center of Physics, στο Κολοράντο, στα τέλη του Ιουνίου του 1991, σε ένα αδέσποτο σχόλιο ένας φυσικός, που ανησυχούσε ότι τα άρθρα που λάμβανε στο e-mail του θα υπερέβαιναν τον χώρο που του είχε εκχωρηθεί σε δίσκο, καθώς αυτός θα έλειπε σε ταξίδι, πρότεινε την δημιουργία μιας κεντρικής αυτοματοποιημένης αποθήκης και ένα σύστημα ειδοποίησης, το οποίο θα αποστέλλει τα πλήρη κείμενα μόνο σε πρώτη ζήτηση. Η λύση αυτή θα έφερνε τον εκδημοκρατισμό στην ανταλλαγή πληροφοριών, ανεβάζοντας το επίπεδο προς τα πάνω στο παιχνίδι της έρευνας, τόσο εσωτερικά εντός των θεσμικών οργάνων όσο και συνολικά για όλους όσους είχαν πρόσβαση στο δίκτυο.

Η πρώτη έκδοση αυτού που έγινε το arXiv, ξεκίνησε στις 16 Αυγούστου του 1991 -έγινε μόλις εννέα ημέρες πριν ο Linus κάνει την διάσημη ανακοίνωση του Φτιαχνω ένα (δωρεάν) λειτουργικό σύστημα (μόνο από χόμπι, δεν θα είναι μεγάλο και επαγγελματικό, όπως το gnu) για 386 (486) AT κλώνους”. Ο Ginsparg είχε πολλές σχέσεις με τον κόσμο του ελεύθερου λογισμικού. Ήταν εξοικειωμένος με το μανιφέστο του GNU από το 1985, και, μέσα από τον αδελφό του, έναν προπτυχιακό στο MIT, γνώρισε ακόμη και τον Stallman  στη δεκαετία του 1970. Παρά το γεγονός ότι το arXiv.org μεταφέρθηκε σε GNU/Linux μόνο το 1997, άρχισαν να χρησιμοποιούν την Perl , από το 1994 και το Apache μόλις έγινε διαθέσιμο. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν και άλλα προγράμματα ανοιχτού κώδικα, συμπεριλαμβανομένων και των TeX, GhostScript και MySQL .

Ο Ginsparg έγραψε ότι το arXiv είχε αρχικά τον σχεδιασμό να λαμβάνει περίπου 100 υποβολές ανά έτος, αλλά μέσα στους έξι πρώτους μήνες της ύπαρξής του, υπήρχαν 400. Τον Δεκέμβριο του 2014, το arXiv πρόσθεσε την εργασία με τον αριθμό 1.000.000 . Κατά τη διάρκεια του 2015, υπήρξαν 105.000 νέες υποβολές και πάνω από 139 εκατομμύρια downloads. Το arXiv ήταν επιτυχές και απογειώθηκε τόσο γρήγορα, γιατί είχε ως στόχο αρχικά μόνο μια σφιχτά δεμένη κοινότητα από φυσικούς που ασχολούνταν με την υψηλή ενέργεια, αν και επέκτεινε αργότερα σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του. Συγκεκριμένα, ήταν σε θέση να αξιοποιήσει την ισχυρή παράδοση που υπήρχε στις προδημοσιεύσεις με ανταλλαγή, κάτι που έκανε τη μετάβαση από τα e-mail σε έναν online κεντρικό εξυπηρετητή να συμβεί ως μια φυσική κίνηση. Για τις άλλες ακαδημαϊκές περιοχές, η στροφή προς μια ανοιχτή, ψηφιακή προσέγγιση για την ανταλλαγή των γνώσεων υπήρξε πολύ πιο αργή.

Skywriting επιστημονικών κειμένων

Ένας άνθρωπος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ευαγγελίσει έναν ευρύτερο ρόλο για το τι θα αποκαλεστεί ανοιχτή πρόσβαση, είναι ο Stevan Harnad, σήμερα καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας στο Université du Québec à Montréal και καθηγητής της επιστήμης του Web στο Τμήμα Ηλεκτρονικής και Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο του Southampton. Όπως ο Ginsparg, έτσι και ο Harnad ενδιαφερόταν για τις προδημοσιεύσεις. Ακόμη και πριν από την έναρξη του arXiv, ο Harnad είχε γράψει μια εργασία το 1990 με τίτλο)Scholarly skywriting and the prepublication continuum of scientific inquiry” (Ανοιχτή δημοσίευση ακαδημαϊκών κειμένων και η προδημοσίευση ως ένα συνεχές της επιστημονικής έρευνας). Είδε πως η χρήση από τους ακαδημαϊκούς του ακόμα νέου διαδικτύου για την διαδικασία “κείμενα στον ουρανό” (skywriting, που σημαίνει γράφω κάτι στο ουρανό ώστε να το βλέπουν όλοι), θα μετατρέψει το ρόλο και τη σημασία των προδημοσιεύσεων, στις οποίες, όπως έγραψε, “γίνεται το μεγαλύτερο μέρος της γνωστικής εργασίας”:

Η όλη διαδικασία της επιστημονικής επικοινωνίας διέρχεται σήμερα μια επανάσταση ανάλογη με εκείνη που είχε προκληθεί από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Στα πρόθυρα της πνευματικής περεστρόικα είναι ότι τεράστια φάση της ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ της επιστημονικής έρευνας στην οποία οι ιδέες και τα ευρήματα συζητούνται ανεπίσημα με τους συναδέλφους (επί του παρόντος κατά πρόσωπο, μέσω τηλεφώνου και με το κανονικό ταχυδρομείο), που παρουσιάζονται πιο επίσημα σε σεμινάρια, σε συνέδρια και σε συμπόσια και διανέμονται ακόμα πιο ευρύτερα με τη μορφή των προδημοσιεύσεων και των εκθέσεων τεχνολογίας, υποβάλλονται σε διάφορους βαθμούς αξιολόγησης από ομότιμους. Έχει πλέον καταστεί δυνατό να τα κάνουμε όλα αυτά με έναν αξιόλογο νέο τρόπο που δεν είναι μόνο ασύγκριτα πιο ενδελεχής και συστηματικός στη διανομή του, σε δυνητικά παγκόσμια κλίμακα και σχεδόν στιγμιαία στην ταχύτητα, αλλά είναι και τόσο άνευ προηγουμένου διαδραστική που θα αναδιαρθρώσει ουσιαστικά την επίτευξη της γνώσης.

Όπως ο Ginsparg, έτσι και ο Harnad εντυπωσιάστηκε από την προσιτότητα των ηλεκτρονικών δικτύων, καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διάδοση των γνώσεων ευρέως. Επεσήμανε ότι “όχι μόνο καθιστούν δυνατή την αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από άτομο σε άτομο σχεδόν ακαριαία, αλλά επιτρέπουν στα άτομα να στείλουν πολλαπλά e-mail σε ομάδες ατόμων εξίσου, οπουδήποτε από μερικούς συνεργάτες συναδέλφους, σε όλους τους ειδικούς σε μιας δεδομένη υποειδικότητα, σε μια ολόκληρη ειδικότητα ή επιστημονικό πεδίο, όλα τόσο γρήγορα όσο και τα ατομικά e-mail, αλλά και με τα οφέλη της αναδυόμενης διαδραστικότητας. Έχω ονομάσει αυτό το νέο μέσο ‘skywriting επιστημονικών κειμένων’”.

Διερεύνησε αυτό το νέο είδος του skywriting των επιστημονικών κειμένων σε μια εργασία του το επόμενο έτος , όπου το ονόμασε όλο αυτό ως την “τέταρτη επανάσταση στα μέσα παραγωγής της γνώσης” -οι άλλες τρεις ήταν η ανθρώπινη γλώσσα, η γραφή και η τυπογραφεία. Συζητά επίσης και για ένα περιοδικό που ίδρυσε το 1989 -το “Psycoloquy ”- όπου συνδυάζεται η παραδοσιακή αξιολόγηση από ομοτίμους με το skywriting επιστημονικών κειμένων και το οποίο μπορεί ίσως να θεωρηθεί και το πρώτο περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης, ακόμη και αν αυτός ο τίτλος δεν υπήρχε τότε και για άλλη μια δεκαετία:

Η αναφορά σε κάθε αρχικό απόσπασμα και σε κάθε στοιχείο της διαδραστικότητας από ομότιμους σε αυτό γίνεται πολύ γρήγορα, μερικές φορές μέσα σε λίγες ώρες από την παραλαβή, έτσι ώστε διατηρείται και η interactiveness αυτού του μοναδικού μέσου, όπως ακριβώς εάν κάθε συνεισφορά να είχε γραφτεί στον ουρανό και όλοι οι συνάδελφοι μπορούν να το δουν και να προσαρτήσουν σε αυτό. Τα κείμενα στον ουρανό (το skywriting) υπόσχεται την αποκατάσταση της ταχύτητας στην επιστημονική επικοινωνία σε ποσοστό πολύ πιο κοντά με αυτήν της ταχύτητας της σκέψης, ενώ προσθέτοντας σε αυτό την παγκόσμια εμβέλεια και μια διαδραστική διάσταση που είναι χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη επικοινωνία, όλα πραγματοποιούνται μέσω του γραπτού μέσου για το επιστημονικό πεδίο, παρακολουθούνται από ομότιμους κριτές και μονίμως αρχειοθετούνται για μελλοντική αναφορά. Τα επιστημονικά κείμενα στον ουρανό στο PSYCOLOQUY προορίζονται ειδικά για το συγκεκριμένο “πιλοτικό” στάδιο προδημοσίευσης της επιστημονικής έρευνας, στο οποίο η ομότιμη επικοινωνία και τα σχόλια, κριτικά διαμορφώνουν την τελική πνευματική έκβαση.

Παρά αυτές και άλλες πρώιμες επικλήσεις, η πιο άμεση και πιο γνωστή από αυτές είναι στο δοκίμιο του Harnad, με τον τίτλο “The Subversive Proposal ” [βλ. Σελίδα 13] (Η Ανατρεπτική Πρόταση), που δημοσιεύτηκε το 1994, πολύ λίγα συνέβησαν τα επόμενα χρόνια. Το arXiv συνέχισε να αυξάνεται, καθώς όλο και περισσότεροι φυσικοί στο πεδίο της υψηλής ενέργειας δημοσίευαν, συνήθως εκεί, τις προδημοσιεύσεις τους, αλλά τα διδάγματά του λαμβάνονταν από τις άλλες ειδικότητες αργά, αν όχι και καθόλου.

Το άνοιγμα στην Αμερική

Μια περιοχή όπου τα νήματα για το τι έφτασε να αποκαλείται ανοιχτή πρόσβαση που άνθισαν νωρίς και γρήγορα ήταν η Λατινική Αμερική. Η Scientific Electronic Library Online (SciELO)  ιδρύθηκε στη Βραζιλία το 1997, προσφέροντας μια ταξινόμηση και δωρεάν πρόσβαση στο πλήρες κείμενο σε 10 εγχώριους τίτλους επιστημονικών περιοδικών. Όπως ένα άρθρο σε μια δημοσίευση που παράχθηκε για να γιορτάσουν την 15η επέτειο των εγκαινίων του SciELO εξηγεί: “Το έργο του SciELO διαμορφώθηκε με δύο ταυτόχρονους στόχους Ο πρώτος ήταν να μετακινηθούν τα περιοδικά προς την online δημοσίευση στο Web. Ο δεύτερος στόχος ήταν να αντιμετωπίσει το χρόνιο πρόβλημα της ορατότητας που επηρεάζει τα ακαδημαϊκά περιοδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες”. Πέτυχε και στους δύο στόχους του: από το 2013, είχε μεγαλώσει σε ένα αποκεντρωμένο, αλλά διαλειτουργικό δίκτυο όπου συμμετέχουν 16 χώρες σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και ακόμα πιο πέρα και προσφέρει δωρεάν πρόσβαση σε άρθρα από πάνω από χίλια περιοδικά. Το open source βρίσκεται στην καρδιά του SciELO:

Η τεχνολογική πλατφόρμα SciELO έχει αναπτυχθεί με τη χρήση λογισμικού ανοιχτού κώδικα, έτσι ώστε όλες οι εξελίξεις σε αυτόν να είναι άμεσα διαθέσιμες για χρήση από το δίκτυο SciELO καθώς και από άλλες συλλογές περιοδικών, που δεν ταξινομούνται από το SciELO, όπως είναι τα πανεπιστήμια που έχουν υιοθετήσει τη μεθοδολογία SciELO για να δημοσιεύουν τα περιοδικά τους.

Όλες οι εξελίξεις ακολουθούν τα ανοιχτής πηγής πρότυπα στον κώδικα. Αυτό επιτρέπει τη συνεργασία και τη συμβολή από τα μέλη του δικτύου και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για τη χρήση των εργαλείων που έχουν παραχθεί στο πλαίσιο του πρότζεκτ SciELO και στην ανάπτυξη νέων λειτουργιών και βελτιώσεων.

Σε αντίθεση με την πρωτοποριακή εργασία του SciELO στη Νότια Αμερική, η πρόοδος στον Βορρά ήταν αργή. Ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ανοιχτής πρόσβασης στις ΗΠΑ λήφθηκε τον Αύγουστο του 1997, όταν ξεκίνησε το PubMed  από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (National Institute of Health, NIH ) στην Εθνική Ιατρική Βιβλιοθήκη των ΗΠΑ (US National Library of Medicine ). Για πρώτη φορά, ο οποιοσδήποτε μπορούσε να ψάξει δωρεάν μέσα από μια ολοκληρωμένη βιβλιογραφική βάση δεδομένων με αναφορές και περιλήψεις για τις βιοεπιστήμες και για θέματα βιοϊατρικής. Παρά το γεγονός ότι PubMed  δεν παρέχει το πλήρες κείμενο των άρθρων, προσέφερε μια γεύση από το τι θα μπορούσε να είναι δυνατό να γίνει. Επίσης λειτούργησε και ως ένας καταλύτης για την επόμενη μεγάλη ώθηση προς την πραγματική ανοιχτή πρόσβαση.

 

Το 1998, ο Βρετανός εκδότης Vitek Tracz  επισκέφθηκε τον David Lipman , ο οποίος έτρεχε το PubMed, καθώς και την GenBank, την ανοιχτή βάση δεδομένων για το DNA που απορρέει από το Πρόγραμμα για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα (Human Genome Project (HGP) ) και από αλλού. Σε μια συνέντευξη του το 2005 με τον Richard Poynder , έναν κορυφαίο χρονικογράφο της ανοιχτής πρόσβασης, ο Tracz θυμήθηκε τι είχε πει στον Lipman :

“Νομίζω ότι ίσως έχει έρθει η ώρα για να δημιουργήσουμε ένα κεντρικό αποθετήριο για τις ερευνητικές εργασίες. Τα οφέλη που θα έχουμε από το να βρίσκονται όλα σε ένα μέρος, χωρίς περιορισμούς πρόσβασης, θα ήταν τεράστια. Επιπλέον, με την τεχνολογία του Web που είναι διαθέσιμη σήμερα, οι εκδόσεις μπορούν ενδεχομένως να συμβούν και ανεξάρτητα από τους εκδότες. Αν οι συγγραφείς άρχιζαν να καταθέτουν τις εργασίες τους απευθείας στο κεντρικό αποθετήριο, θα μπορούσαμε να παρακάμψουμε τους εκδότες και να καταστήσουμε το αποθετήριο ελεύθερα διαθέσιμο”.

Επίσης, είπε: “Νομίζω ότι είστε το μόνο άτομο στον κόσμο που μπορεί να το κάνει, επειδή έχετε την υποδομή και έχετε και το PubMed. Η ΝΙΗ έχει τα μέσα, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία για να τρέξει μια μεγάλη βάση δεδομένων όπως αυτή, έτσι πιστεύω ότι θα πρέπει να το κάνουμε”.

Ο Lipman θεώρησε ότι ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα, αλλά είπε ότι ήταν απασχολημένος με πάρα πολλά άλλα πράγματα για να ασχοληθεί να το κάνει ο ίδιος. Αλλά οι συζητήσεις με τον Lipman απέδωσαν καρπούς: Ο Tracz αποφάσισε να ξεκινήσει τα “εικονικά περιοδικά” (virtual Journals) -που είναι εντελώς online δημοσιεύσεις-, σε όλους τους τομείς της βιολογίας και της ιατρικής και στη συνέχεια τα τοποθέτησε σε έναν “ανοιχτό χώρο αποθήκευσης”. Αυτά ήταν τα πρώτα επιστημονικά περιοδικά ανοιχτής πρόσβασης που προήλθαν από έναν καθιερωμένο εκδότη και έφεραν μαζί τους κρίσιμη καινοτομία.

Παρά το γεγονός ότι το arXiv και τα άλλα είχαν δείξει τη δύναμη της online δημοσίευσης επιστημονικών εργασιών, κανείς δεν είχε καταφέρει να καταλήξει σε ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο που θα τους επέτρεπε να διανέμονται ελεύθερα, ενώ παράλληλα θα πλήρωναν το κόστος για ότι αφορά την δημοσίευσή τους: για την επεξεργασία και την αξιολόγηση από ομότιμους, την μορφοποίηση, τις υποδομές και ούτω καθεξής. Ο Tracz γνώριζε ότι στις δημοσιεύσεις στους παραδοσιακούς τίτλους περιοδικών, οι ακαδημαϊκοί πλήρωναν για ορισμένα πρόσθετα στοιχεία όπως για την χρήση έγχρωμων φωτογραφιών στα άρθρα τους. Αποφάσισε να κάνει αυτές τις πληρωμές την βάση των νέων σταθερών online τίτλων περιοδικών του, την οποία ονόμασε BioMed Central

 

Είπαμε: ‘Εντάξει, θα μετατρέψουμε το σημερινό μοντέλο γυρίζοντας το ανάποδα και θα προσφέρουμε τα ερευνητικά άρθρα δωρεάν στους αναγνώστες και θα χρεώσουμε για τις υπηρεσίες τους δημιουργούς. Θα παίρνουμε τις εργασίες τους, θα της μαρκάρουμε, θα βρίσκουμε αναθεωρητές για να τις ελέγχουν και γενικά θα ενεργούμε ως μεσάζοντες’. Φυσικά, οι χρεώσεις δεν θα είναι πραγματικά πάνω στους συγγραφείς προσωπικά, αλλά μάλλον στους χρηματοδότες της έρευνας τους ή στα ιδρύματα όπου εργάζονται οι συγγραφείς. Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι ένα τέτοιο επιχειρηματικό μοντέλο θα μπορούσε να είναι πολύ αποτελεσματικό”. Είχε δίκιο: αυτό σύντομα έγινε ο κύριος τρόπος χρηματοδότησης τίτλων ανοιχτής πρόσβασης και παραμένει έτσι έως και σήμερα. Βασικό πλεονέκτημα του είναι ότι, επιτρέπει σε οποιονδήποτε με μια σύνδεση στο Internet να διαβάσει τα κείμενα δωρεάν.

Αν και ο Lipman ήταν πολύ απασχολημένος για να συνειδητοποιήσει την ιδέα της δημιουργίας ενός ανοιχτού χώρου αποθήκευσης εγγράφων, ο Tracz λέει ότι ο Lipman του έστειλε στη συνέχεια ένα e-mail λέγοντας, “Νομίζω ότι έχεις δίκιο, πρέπει να κάνουμε κάτι. Πάω να μιλήσω με τον Harold Varmus  [τότε διευθυντής του NIH] γι’ αυτό”. Όπως έγραψε ο Varmus σε μια σημαντική ιστορία των πρώτων ημερών της ανοιχτής πρόσβασης , υπήρχε και κάποιος άλλος που ήταν πρόθυμος να εξερευνήσει νέους τρόπους δημοσίευσης επιστημονικών εργασιών: ένας λαμπρός νέος ερευνητής που ονομάζεται Patrick O. Brown . Ο Brown είχε ακούσει για το έργο του Ginsparg με το arXiv και είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται για την εφαρμογή μιας ίδιας προσέγγισης στον δικό του τομέα, αυτόν της βιοϊατρικής έρευνας. Ο Varmus είχε μια συνάντηση με τον Brown, όπου συζήτησαν το έργο του Ginsparg και για το πώς αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευρύτερα:

Όταν γύρισα στο γραφείο μου στο ΝΙΗ, κοίταξα την ιστοσελίδα του Ginsparg, συνέχισα τη συνομιλία μου με τον Pat μέσω e-mail και άρχισα να σκέφτομαι το πώς η διανομή μέσω διαδικτύου και η αποθήκευση των άρθρων της βιοϊατρικής έρευνας θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά τον τρόπο που λειτουργούσαμε.

Όσο περισσότερο σκεφτόμουν γι’ αυτό, τόσο περισσότερο πείστηκα ότι μια ριζική αναδιάρθρωση των μεθόδων για τη δημοσίευση, την μετάδοση, την αποθήκευση και χρήση των βιοϊατρικών εκθέσεων έρευνας θα μπορούσε να είναι δυνατή και ωφέλιμη. Σε ένα πνεύμα ενθουσιασμού και πολιτικής αθωότητας, έγραψα ένα μακροσκελές μανιφέστο, προτείνοντας τη δημιουργία ενός online συστήματος υποστηριζόμενο από την NIH, που θα ονομάζεται E-Biomed.

Το E-BioMed σχεδιάστηκε ως ένα αποθετήριο επιστημονικών εκθέσεων διαθέσιμο σε όλους μέσω του διαδικτύου. Ο Varmus τόνισε αυτό το σημείο στο E-Biomed μανιφέστο του : “Το μόνο μεγάλο αξιοθέατο του E-BioMed είναι ότι όλο το επιστημονικό περιεχόμενο του θα είναι διαθέσιμο χωρίς εμπόδια σε κάθε χρήστη με πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αυτό θα μεγιστοποιήσει τη διάδοση και την χρήση των αποτελεσμάτων της έρευνας”.

Ο Varmus έστειλε το μανιφέστο του σε πολλούς επιστήμονες και δημοσιογράφους και δημοσιεύτηκε και ένα αντίγραφο του στον κύριο δικτυακό τόπο της ΝΙΗ τον Μάιο του 1999. Δεκάδες άρθρα εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα και ο Varmus έλαβε εκατοντάδες απαντήσεις από τους ερευνητές και από άλλους. Από αυτά, ήταν προφανές ότι οι άνθρωποι δεν είχαν κατανοήσει πλήρως τα σχέδιά του, έτσι ο Varmus πρόσθεσε μια επεξηγηματική προσθήκη στο αρχικό του μανιφέστο, με κάποια βοήθεια από ανθρώπους όπως ο David Lipman και Patrick Brown.

“Εντάξει, θα μετατρέψουμε το σημερινό μοντέλο γυρίζοντας το ανάποδα και θα προσφέρουμε τα ερευνητικά άρθρα δωρεάν στους αναγνώστες και θα χρεώσουμε για τις υπηρεσίες στους δημιουργούς.”

Όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίσταση ήταν ιδιαίτερα έντονη από τους παραδοσιακούς εκδότες, οι οποίοι φοβούνταν ότι το E-BioMed ήταν μια προσπάθεια να μετατρέψει την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε έναν τεράστιο νέο ανταγωνιστή τους. Αυτή η ανησυχία αντιμετωπίστηκε με την έναρξη στα τέλη του 1999, του PubMed Central: “Η νέα ψηφιακή βιβλιοθήκη θα κάνει προσιτά σε όλους τους χρήστες του διαδικτύου τα αναθεωρημένα άρθρα που παρέχονται εθελοντικά, κατά προτίμηση εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση τους, σε οποιοδήποτε περιοδικό, νέο ή καθιερωμένο, στις λίστες του PubMed. Είναι σημαντικό, το PubMed Central να ενσωματωθεί με το PubMed, μια υπηρεσία της ΝΙΗ που είναι ήδη σεβαστή και δοκιμασμένη στο χρόνο”.

Το PubMed Central ήταν ένα είδος ενδιάμεσης στάσης προς το PubMed, το οποίο κρατούσε μόνο βιβλιογραφικές πληροφορίες αναφοράς και προς το E-BioMed, το οποίο προσέφερε δωρεάν πρόσβαση στο πλήρες κείμενο των άρθρων. Αλλά ακόμα και αυτό φάνηκε πάρα πολύ για τους εκδότες, οι οποίοι ήταν απρόθυμοι να παρέχουν τα άρθρα τους(;), ακόμη και μετά από μια καθυστέρηση έξι μηνών, που σύντομα επεκτάθηκε στο ένα έτος. Ο Varmus αργότερα χαρακτήρισε αυτή η συμπεριφορά “απαράδεκτη κωλυσιεργία” και είπε: “Οι εκδότες εξαρτώνται από τις δωρεάν υπηρεσίες των ερευνητών που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο για να παράγουν τα περιοδικά τους, αλλά είναι απρόθυμοι να βελτιώσουν την πρόσβαση του κοινού στο έργο των επιστημόνων, ακόμη και με όρους καθυστέρησης ενός έτους πριν από την υποβολή, που δεν θα επηρέαζαν σημαντικά τα σχήματα των συνδρομών τους”.

 

Public Library of Science (Δημόσια Βιβλιοθήκη της Επιστήμης)

Αυτή η σκυλίσια στάση των παραδοσιακών εκδοτών προκάλεσε τον Varmus να βγει στην αντεπίθεση. Μαζί με τον Brown και έναν άλλον νεαρό ερευνητή, τον Mike Eisen , βγήκαν στην επίθεση: “Στα τέλη του 2000, ο Pat, ο Mike και εγώ γράψαμε μια σύντομη δήλωση του σκοπού -την ονομάσαμε υπόσχεση, οι εκδότες την ονόμασαν μποϊκοτάζ- στην οποία είπαμε ότι, για έναν χρόνο, οι υπογράφοντες δεν θα υποβάλουν πλέον άρθρα, δεν θα παρέχουν υπηρεσίες επανεξέτασης ή επεξεργασίας ή δεν θα αγοράσουν μεμονωμένες συνδρομές σε περιοδικά που δεν είχαν συμφωνήσει να καταθέσουν τα άρθρα τους στο PubMed Central. Ζητήσαμε την συνηγορία στην προσπάθεια μας για την Public Library of Science (PLoS)  για να υποστηρίξουν τον στόχο στην οικοδόμηση μιας βιβλιοθήκης της επιστήμης που θα είναι ανοιχτή σε όλους μας”.

Η ανταπόκριση από τους επιστήμονες σε όλο τον κόσμο ήταν τεράστια: περισσότεροι από 30.000 σε περισσότερες από εκατό χώρες, υπέγραψαν τη δέσμευση. Η αντίδραση των εκδοτών, αντίθετα, ήταν εξαιρετικά απογοητευτική για εκείνους που ευνόησαν την ανοιχτή πρόσβαση. Προφανώς δεν εντυπωσιάστηκαν από την απειλή για το μποϊκοτάζ, λιγότερα από εκατό από τα περίπου έξι χιλιάδες περιοδικά της βιοϊατρικής επιστήμης, συμφώνησαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένων και πολύ λίγων από τα πιο διάσημα από αυτά. Οι εκδότες εκτίμησαν το κλίμα μεταξύ των ερευνητών σωστά: Ότι λίγοι από αυτούς τους 30.000 επιστήμονες ακολούθησαν την υπόσχεσή τους να μποϊκοτάρουν τους τίτλους και το όλο εγχείρημα μετατράπηκε σε μια μάλλον ενοχλητική αποτυχία.

Παραδόξως ίσως, εκείνοι που ήταν πίσω από αυτό που ονομάζεται η Public Library of Science δεν παραιτήθηκαν. Αντίθετα, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το κεντρικό πρόβλημα -ότι οι εκδότες ήταν απρόθυμοι να υποστηρίξουν το PubMed Central- με το να γίνουν οι ίδιοι ένας εκδοτικός οίκος: “συντάξαμε ένα ενημερωτικό δελτίο για την ανοιχτή πρόσβαση, για τον online εκδοτικό οίκο που διατήρησε το όνομα της ομάδας υποστήριξης μας, το PLoS, και πείσαμε τους διαχειριστές του Gordon and Betty Moore Foundation  να υποστηρίξουν την ιδέα. Μόλις αναπτύξαμε ένα λογικό επιχειρηματικό σχέδιο, το ίδρυμα μας έδωσε αρκετά χρήματα -εννέα εκατομμύρια δολάρια- για να χρηματοδοτηθεί ένα εκδοτικό εγχείρημα που θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να μας δώσει την αυτο-υποστήριξη σε πέντε χρόνια”.

Το επιχειρηματικό μοντέλο που υιοθετήθηκε ήταν αυτό που για πρώτη φορά έγινε από τον Tracz με το BioMed Central, το οποίο είχε ανακοινωθεί μόλις λίγες ημέρες πριν από την δημοσίευση του E-Biomed μανιφέστου: τα ακαδημαϊκά ιδρύματα θα πληρώνουν για δημοσιεύονται τα άρθρα των ερευνητών τους και αυτό θα επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση για όλους. “Έχουμε δει ότι το εν λόγω κόστος είναι λογικό, θα αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τοις εκατό του μέσου κόστους που υπάρχει για μια χορηγία από την ΝΙΗ για την έρευνα που απαιτείται για μια εργασία. Επιπλέον, θεωρούμε ότι τα τέλη δημοσίευσης θα πρέπει να θεωρηθούν και αυτά ως μέρος του κόστους της έρευνας, αφού η ερευνητική εργασία θα αξίζει πολύ λίγο, αν δεν δημοσιευθεί”, έγραψε, ο Varmus, αργότερα.

Ο Varmus στρατολόγησε μεγάλα ονόματα από τον κόσμο της τεχνολογίας για να ενταχθούν στο διοικητικό συμβούλιο της νέας εκδοτικής εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων και του Paul Ginsparg του arXiv, του Larry Lessig ιδρυτή των Creative Commons και του Allan Golston, τότε οικονομικού διευθυντή του Gates Foundation. Ο πρώτος τίτλος, το περιοδικό PLoS Biology , ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2003 και ο δεύτερος, το PLoS Medicine , το 2004.

Η ανοιχτή πρόσβαση γεννιέται

Περίπου εκείνη την χρονική περίοδο, το νέο είδος των εκδόσεων αποκτά επιτέλους ένα όνομα. Σε μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουδαπέστη τον Δεκέμβριο του 2001, μια ομάδα από τους βασικούς ανθρώπους που πίεζαν να διατίθενται ελεύθερα οι ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο, κατέληξε με τον παρακάτω ορισμό αυτού που έγινε σήμερα να ονομάζεται επίσημα “open access” (OA) (ανοιχτή πρόσβαση), για πρώτη φορά. Η Budapest Open Access Initiative  (Πρωτοβουλία της Βουδαπέστης για την Ανοιχτή Πρόσβαση) αρχίζει με το εξής:

Μια παλιά παράδοση και μια νέα τεχνολογία έχουν συγκλίνει στο να καταστήσουν δυνατό ένα άνευ προηγουμένου δημόσιο αγαθό. Η παλιά παράδοση είναι η προθυμία των επιστημόνων και των μελετητών να δημοσιεύουν τους καρπούς της έρευνάς τους σε επιστημονικά περιοδικά χωρίς αμοιβή, για χάρη της έρευνας και της γνώσης. Η νέα τεχνολογία είναι το διαδίκτυο. Το κοινό καλό που κάνουν δυνατό αυτά τα δύο, είναι η παγκόσμια ηλεκτρονική διανομή των αναθεωρημένων δημοσιεύσεων σε περιοδικά και εντελώς δωρεάν και με απεριόριστη πρόσβαση σε αυτές από όλους τους επιστήμονες, τους μελετητές, τους καθηγητές, τους φοιτητές και από άλλα μυαλά με περιέργεια. Η άρση των εμποδίων πρόσβασης σε αυτά τα κείμενα θα επιταχύνει την έρευνα, τον εμπλουτισμό της εκπαίδευσης, τον διαμοιρασμό της μάθησης των πλουσίων με τους φτωχούς και των φτωχών με τους πλούσιους, που θα κάνουν αυτήν την βιβλιογραφία τόσο χρήσιμη όσο αυτή μπορεί να είναι και να θέσει τα θεμέλια για την ένωση της ανθρωπότητας σε μια κοινή διανοητική συζήτηση και αναζήτηση της γνώσης.

Όσον αφορά τον ορισμό:

Με τον όρο “ανοιχτή πρόσβαση” σε αυτά τα συγγράμματα, εννοούμε την ελεύθερη διαθεσιμότητά τους στο κοινό μέσα από το διαδίκτυο, που θα επιτρέπει οποιονδήποτε χρήστη να διαβάζει, να κατεβάζει, να αντιγράφει, να διανέμει, να εκτυπώνει, να αναζήτα ή να τοποθετεί συνδέσμους αναφοράς προς το πλήρες κείμενο των άρθρων αυτών, να κάνει έρευνα ευρετηρίασης, να τα περνά ως δεδομένα σε λογισμικό ή να τα χρησιμοποιεί για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο σκοπό, χωρίς οικονομικά, νομικά ή τεχνικά εμπόδια, εκτός εκείνων που είναι αδιαχώριστα για την απόκτηση πρόσβασης στο ίδιο το διαδίκτυο. Το μόνο εμπόδιο σχετικά με την αναπαραγωγή και την διανομή και ο μόνος ρόλος των πνευματικών δικαιωμάτων στον τομέα αυτό, θα είναι αυτά που δίνουν στους συγγραφείς τον έλεγχο πάνω στην ακεραιότητα της εργασίας τους και στο δικαίωμα τους να τους αποδίδονται σωστά η δημιουργία και οι βιβλιογραφικές παραπομπές.

Οι ιδέες ενοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν σε δύο επιπλέον έγγραφα: την Bethesda Statement on Open Access Publishing (Η Δήλωση Bethesda για την Ανοιχτής Πρόσβασης Έκδοση), που κυκλοφόρησε στις 20 Ιουνίου του 2003 και την Berlin Declaration on Open Access to Knowledge in the Sciences and Humanities  (Η Διακήρυξη του Βερολίνου για την Ανοιχτή Πρόσβαση στη Γνώση των Θετικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών), η οποία κοινοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 2003. Στα χρόνια που ακολούθησαν ερευνητές, πανεπιστήμια, χρηματοδότες, εκδότες και κυβερνήσεις εξερεύνησαν με ποικίλους βαθμούς ενθουσιασμού αυτόν τον πρόσφατα ορισμένο κόσμο  [“Open Access”, Peter Suber, pdf αρχείο, 255 σελίδες στα αγγλικά] της ανοιχτής πρόσβασης  [“Knowledge Unbound, Selected Writings on Open Access, 2002~2011”, Peter Suber, pdf αρχείο, 453 σελίδες στα αγγλικά].

Μια από τις πρώτες πράξεις σχετικά με αυτό ήταν από το Wellcome Trust με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, το δεύτερο μεγαλύτερο φιλανθρωπικό ίδρυμα στον κόσμο, με ένα κεφάλαιο χρηματοδότησης άνω των £18 δις . Το ίδρυμα είχε ήδη παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος του Ανθρώπινου Γονιδιώματος (Human Genome Project, HGP ), το οποίο κυκλοφόρησε όλα τα δεδομένα του ελεύθερα. Τον Οκτώβριο του 2003, το Wellcome εξέδωσε μια δήλωση θέσης και μια έκθεση έρευνας , όπου υποστηρίζει την ανοιχτή πρόσβαση. Δύο χρόνια μετά, θα απαιτήσει όλη η έρευνα που χρηματοδοτείται από το Wellcome να δημοσιεύεται ως ανοιχτής πρόσβασης . Ως ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο χρηματοδότες, το 2014 έδωσε περισσότερα από £727εκατ. σε επιχορηγήσεις -αυτό έδωσε στην νέα προσέγγιση μια σημαντική ώθηση.

Τον Δεκέμβριο του 2003, η επιτροπή επιστήμης και τεχνολογίας της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου ξεκίνησε μια έρευνα για τις επιστημονικές εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος για το αν η κυβέρνηση θα πρέπει να υποστηρίξει τα επιστημονικά περιοδικά ανοιχτής πρόσβασης. Η απάντησή της ήρθε τον Ιούλιο του 2004, όταν στην έκθεσή της συνέστησε ότι οι οργανισμοί που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει να απαιτούν την ανοιχτή πρόσβαση στην δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα  μέσω της αυτο-αρχειοθέτησης από τους συντάκτες τους σε “ακαδημαϊκά αποθετήρια”. Αυτά είναι τοπικοί servers που τρέχουν στα ακαδημαϊκά ιδρύματα και παρέχουν ελεύθερη πρόσβαση σε έγγραφα γραμμένα από τους ερευνητές τους. Αυτή η μορφή της άτυπης ανταλλαγής γενικά ονομάζεται “πράσινη” ανοιχτή πρόσβαση (“green” open access), ένας όρος που επινοήθηκε από τον Stevan Harnad. Επιπλέον, η έκθεση συνιστά την περαιτέρω μελέτη για την χρηματοδότηση της δημοσίευσης των εργασιών σε περιοδικά ανοιχτής πρόσβασης -μια προσέγγιση που Harnad ονόμασε ως “χρυσή” ανοιχτή πρόσβαση (“gold” open access).

Με μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση (ή όχι) λίγο πριν δημοσιεύσει η επιτροπή την έκθεσή της, ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος στον κόσμο στα ακαδημαϊκά περιοδικά, ο Elsevier, ανακοίνωσε ότι ουσιαστικά επιτρέπει την πράσινη ανοιχτή πρόσβαση : “Ο συγγραφέας μπορεί να δημοσιεύσει την τελική έκδοση του κειμένου της εργασίας του στην προσωπική του ιστοσελίδα και στην ιστοσελίδα του ιδρύματός του (συμπεριλαμβανομένου και του αποθετηρίου του ιδρύματος)”. Ο Elsevier σημείωσε ότι “Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται την άδειά μας να το κάνει αυτό”, αλλά συνέχισε: “Οποιαδήποτε άλλη απόσπαση (πχ. στο αποθετήριο κάποιου άλλου) θα απαιτούσε την άδειά μας”.

Το Ηνωμένο Βασίλειο συνέχισε στο αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην ανοιχτή πρόσβαση. Μετά το Wellcome Foundation και το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν η σειρά του Research Councils UK (RCUK)  για να πάρει το προβάδισμα. To RCUK είναι “η στρατηγική συνεργασία των επτά ερευνητικών συμβουλίων της Βρετανίας” και αυτή τη στιγμή χρηματοδοτεί με περίπου £3 δις την έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο κάθε χρόνο. Έκανε την ανακοίνωση του τον Ιούνιο του 2005 λέγοντας ότι θα θέσπιζε μια απαίτηση για την ανοιχτή πρόσβαση -κι αυτό ήταν μια πραγματική επανάσταση.

Ως ένας από τους ηγέτες του κινήματος της ανοιχτής πρόσβασης, ο Peter Suber έγραψε εκείνη την εποχή : “Απ’ όσο γνωρίζω, τα ερευνητικά συμβούλια είναι οι πρώτοι δημόσιοι οργανισμοί χρηματοδότησης μιας χώρας που θα δώσουν την εντολή για την ανοιχτή πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας που χρηματοδοτείται από δημόσιο οργανισμό. Ο πρώτος ιδιωτικός οργανισμός χρηματοδότησης που το έπραξε αυτό ήταν το Wellcome Trust, επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά σύμπτωση και οι δύο πολιτικές θα τεθούν σε ισχύ την ίδια ημερομηνία, την 1η Οκτωβρίου του 2005. Αυτά τα δύο προηγούμενα μαζί φέρνουν το Ηνωμένο Βασίλειο στο να κατέχει την ηγετική θέση στην παγκόσμια εκστρατεία για την ανοιχτή πρόσβαση”.

 

Η τελική έκδοση για αυτή την πολιτική, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2006, είχε αποδυναμωθεί από την αρχική πρόταση. Η νέα πολιτική του RCUK καθόριζε μεν την πράσινη ανοιχτή πρόσβαση, αλλά επέτρεψε στα επιμέρους ερευνητικά συμβούλια να καθορίσουν το εάν θα “ενθαρρύνουν” ή θα “απαιτήσουν” την κατάθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας καθώς και να πουν για το τι είδους αποθήκευση θα χρησιμοποιηθεί για αυτές τις καταθέσεις. Αλλά η πιο σοβαρή αλλαγή ήταν πιο δυσδιάκριτη και περιλάμβανε την ακόλουθη διάταξη:

Η πλήρης εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών θα πρέπει να γίνεται έτσι ώστε τα τρέχοντα πνευματικά δικαιώματα και οι πολιτικές αδειοδότησης, για παράδειγμα οι περίοδοι εμπάργκο ή οι διατάξεις που περιορίζουν τη χρήση του κατατεθειμένου περιεχομένου για μη εμπορικούς σκοπούς, να γίνονται σεβαστά από τους συντάκτες. Η θέση των συμβουλίων έρευνας βασίζεται στην υπόθεση ότι οι εκδότες θα διατηρήσουν το πνεύμα των σημερινών τους πολιτικών.

Η “περίοδος εμπάργκο” αναφέρεται στην επιλογή της διατήρησης ενός εγγράφου που δημοσιεύθηκε σε ένα παραδοσιακό περιοδικό από το να είναι ελεύθερα διαθέσιμο στο ευρύ κοινό σε ένα αποθετήριο, μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την πρώτη του εμφάνιση -πάνω κάτω όπως και με την χρονική περίοδο του ενός έτους που είπε ο Varmus ότι θα παραμένει μια εργασία στους εκδότες, μετά τη δημοσίευση της, πριν να καταχωρηθεί στο PubMed Central. Οι εκδότες χρησιμοποίησαν αυτή την σύμβαση παραχώρησης για να περιορίσουν τις απαιτήσεις για πράσινη ανοιχτή πρόσβαση, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και όπου άλλου ασκήθηκε αυτή σε όλο τον κόσμο. Αυτό που είναι ατυχές είναι το ότι κάτι τέτοιο ήταν εντελώς περιττό, σύμφωνα με τον Suber:

Οι ερευνητές υπογράφουν συμβάσεις χρηματοδότησης με τα συμβούλια έρευνας, πολύ πριν υπογράψουν συμφωνίες μεταφοράς για τα πνευματικά τους δικαιώματα με τους εκδότες. Οι χρηματοδότες έχουν το δικαίωμα να υπαγορεύουν τους όρους, όπως και την εντολή ανοιχτής πρόσβασης, ακριβώς επειδή προηγούνται από τους εκδότες. Αν ένας όρος της σύμβασης χρηματοδότησης είναι το ότι ο δικαιούχος θα καταθέσει την αναθεωρημένη του έκδοση της τυχόν προκύπτουσας δημοσίευσης του σε αποθετήριο ανοιχτής πρόσβασης [άμεσα], τότε οι εκδότες δεν έχουν κανένα δικαίωμα να παρέμβουν.

Με άλλα λόγια, το RCUK θα μπορούσε απλά να πει ότι ήταν μια προϋπόθεση για τη λήψη των κονδυλίων της το ότι κάθε έρευνα που λαμβάνει δημόσια χρηματοδότηση θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε ένα αποθετήριο αμέσως μετά τη δημοσίευσή της. Αν ένα περιοδικό αρνηθεί να το επιτρέψει αυτό, οι ερευνητές που χρηματοδοτούνται από το RCUK δεν θα ήταν σε θέση να δημοσιεύσουν στο εν λόγω περιοδικό. Αλλά η οργάνωση δεν κατάφερε να αδράξει αυτή την ευκαιρία και να θέσει τους όρους της για την πράσινη ανοιχτή πρόσβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο και αυτό περιόρισε την εφαρμογή της.

Εκείνη την εποχή, υπήρχαν επίσης, σημαντικές πρωτοβουλίες ανοιχτής πρόσβασης που ξεκινούσαν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Για παράδειγμα, στις αρχές του 2006, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια έκθεση όπου ζητά τα έγγραφα που παράγονται από δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα να πρέπει να τοποθετούνται σε ανοιχτά αποθετήρια -αν και, για άλλη μια φορά, καθορίζεται ότι επιτρέπεται στο εκδότη μια περίοδος εμπάργκο. Δεν προέκυψαν και πολλά από αυτή την πολιτική, αλλά μια άλλη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ανοιχτής πρόσβασης, αυτή τη φορά από το CERN, το κέντρο για την πυρηνική έρευνα στη Γενεύη στην γενέτειρα του World Wide Web, θα ήταν πιο καρποφόρα.

Το SCOAP του CERN

Τον Μάρτιο του 2007, το CERN πρότεινε τη μετατροπή  των κύριων περιοδικών που δημοσιεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργασιών της φυσικής υψηλής ενέργειας για να ανοίξει η πρόσβαση. Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από μια διεθνή κοινοπραξία των οργανισμών χρηματοδότησης γνωστή ως Sponsoring Consortium for Open Access Publishing in Particle Physics (SCOAP) (Κοινοπραξία Υποστήριξης για την Ανοιχτής Πρόσβασης Έκδοση στη Φυσική Σωματιδίων). Η SCOAP θα πληρώνει απλά τους εκδότες άμεσα. Το κόστος για την SCOAP θα έπρεπε να ανακτηθεί από την εξοικονόμηση από την ακύρωση των συνδρομών σε αυτούς τους τίτλους-περιοδικά.

Όλοι επωφελήθηκαν: οι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις εργασίες, οι συγγραφείς θα απολαμβάνουν ευρύτερη διάδοση των αποτελεσμάτων τους, οι εκδότες θα έχουν ένα βιώσιμο και προβλέψιμο επιχειρηματικό μοντέλο, οι βιβλιοθήκες θα εξοικονομούσαν χρήματα και οι χρηματοδότες θα αύξαναν την προβολή του έργου που χρηματοδοτείται. Όπως είπε το CERN στην πρότασή του: “Το SCOAP θα είναι ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία των επιστημονικών εκδόσεων. Θα μπορούσε να γενικευθεί γρήγορα και σε άλλους κλάδους και, ιδιαίτερα, στους σχετιζόμενους τομείς όπως η πυρηνική φυσική ή φυσική αστροσωματιδίων”.

Το SCOAP ήταν πράγματι ένα ορόσημο, αν και πήρε πολύ περισσότερο χρόνο από ότι αναμενόταν μέχρι να αποδώσει καρπούς. Ξεκίνησε  τον Οκτώβριο του 2012 και τελικά τέθηκε σε λειτουργία μόλις το 2014. Έχει επίσης αποδειχθεί δύσκολο να διαδώσει την προσέγγισή του και σε άλλους τομείς. Ο κόσμος της φυσικής υψηλής ενέργειας χρησιμοποιούσε το arXiv ως μια μορφή ανοιχτής πρόσβασης για δύο δεκαετίες πριν συσταθεί το SCOAP και συνεπώς ήταν εξοικειωμένος με τις ιδέες πίσω από αυτό. Οι άλλες ακαδημαϊκές περιοχές ήταν λιγότερο άνετες με την ανοιχτή πρόσβαση, κάτι που έκανε την αναπαραγωγή της επιτυχίας του SCOAP πολύ πιο δύσκολη. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες για τη μετατροπή των περιοδικών από τη συνδρομή προς το άνοιγμα της πρόσβασης με τον αναπροσανατολισμό των υφιστάμενων πληρωμών συνεχίστηκαν, για παράδειγμα, με την Open Access 2020 Initiative  (Πρωτοβουλία Ανοιχτής Πρόσβασης 2020).

Το SCOAP υποκινήθηκε εν μέρει και από την επιθυμία για να εξοικονομηθούν χρήματα και υπήρχαν ήδη κάποια στοιχεία ότι τα οικονομικά της ανοιχτής πρόσβασης ήταν ευνοϊκά. Το 2006, μια από τις πρώτες μελέτες σχετικά με τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της ανοιχτής πρόσβασης, δόθηκε στη δημοσιότητα από τον John Houghton  και τον Peter Sheehan . Με την οικοδόμηση ενός αρκετά λεπτομερούς οικονομικού μοντέλου, υπολόγισαν ότι η μετάβαση στην ανοιχτή πρόσβαση θα προσθέσει περίπου £1 δις το χρόνο στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου και £10 δις το χρόνο στην οικονομία των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι είναι μόνο μια εκτίμηση, αυτά τα πρώτα στοιχεία έδειξαν την κλίμακα των οικονομικών οφελών που θα μπορούσαν να προκύψουν από την υιοθέτηση της ανοιχτής πρόσβασης σε μεγάλη κλίμακα.

 

PLoS ONE

Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το PLoS εγκαινίασε ένα νέο είδος περιοδικού ανοιχτής πρόσβασης, το οποίο ονομάζεται PLoS ONE. Σε μια ανασκόπηση του για τα πρώτα 20 χρόνια της ανοιχτής πρόσβασης, ο David J. Solomon  εξήγησε το τι έκανε το PLoS ONE τόσο ριζοσπαστικό :

Το PLoS One είχε ένα πολύ ευρύ πεδίο εφαρμογής, που καλύπτει όλη την βιοϊατρική και τους συναφείς τομείς και ακολουθώντας μια διαδικασία εξέτασης από ομότιμους με στενό στόχο την διασφάλιση του ότι η έρευνα θα καλύπτει τις βασικές επιστημονικές και δεοντολογικές προδιαγραφές ποιότητας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η “σημασία” της έρευνας που παρουσιάζεται σε ένα χειρόγραφο. Τα χειρόγραφα πρέπει να αναθεωρηθούν και να δημοσιευτούν γρήγορα και το PLoS προβλέπει μια σειρά από καινοτόμα εργαλεία που επιτρέπουν στους αναγνώστες να σχολιάσουν άμεσα τα δημοσιευμένα άρθρα και να αποκτήσουν εύκολη πρόσβαση σε μια ποικιλία από μετρήσεις των εξωτερικών επιπτώσεων των εγγράφων που δημοσιεύονται. Η ιδέα ήταν να αφήσει τους αναγνώστες να αποφασίσουν ποια άρθρα στο PLoS One αξίζουν να διαβαστούν και όχι μια σειρά από αναθεωρητές να πάρουν την απόφαση αντί για αυτούς. Το PLoS One τελικά άνοιξε έναν μεγάλο δρόμο, δημοσίευε πάνω από 2.000 άρθρα το μήνα μέχρι τα μέσα του 2012.

Το PLoS ONE ήταν σημαντικό για πολλούς λόγους. Πρώτον, έδειξε ότι η ελεύθερη πρόσβαση θα μπορούσε επίσης να καινοτομεί και δεν ήταν απλά μια φθηνότερη εκδοχή των παραδοσιακών εκδόσεων. Δεύτερον, έκανε τη δημοσίευση ευκολότερη για τους ερευνητές, δίνοντάς τους έναν γρήγορο τρόπο για να πάρουν υπέρ ή κατά για την έρευνά τους και όχι να ασχολούνται για μια περίοδο με προτεινόμενες αναθεωρήσεις και επιπλέον πειράματα. Τέλος, και ίσως και το πιο σημαντικό, ήταν απίστευτα δημοφιλές (πιθανώς ως αποτέλεσμα του δεύτερου παράγοντα). Το μοντέλο της έκδοσής του έδειξε ότι ήταν δυνατό να κερδηθούν χρήματα, ενώ η δημοσίευση θα είναι ανοιχτής πρόσβασης. Στην πραγματικότητα, το PLoS ONE αποδείχθηκε τόσο επιτυχές που ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει ολόκληρο το πρότζεκτ του PLoS, συμπεριλαμβανομένων και των άλλων περιοδικών του

Η συνειδητοποίηση αυτής της επιτυχίας, ωστόσο, έφερε μαζί της μια νέα μάστιγα: αυτό που ονομάστηκε “ληστρικοί” εκδότες ανοιχτής πρόσβασης. Η Wikipedia δίνει το ορισμό του όρου  ως “ένα επιχειρηματικό μοντέλο που εκμεταλλεύεται τις ανοιχτής πρόσβασης εκδόσεις και που περιλαμβάνει τη χρέωση τελών δημοσίευσης στους συγγραφείς χωρίς να παρέχει τις υπηρεσίες σύνταξης και έκδοσης που σχετίζονται με τα νόμιμα περιοδικά”. Οι μέθοδοι και τα αποτελέσματα ποικίλουν, από τους μικρούς εκδότες που κάνουν απλά μια κακή δουλειά μέχρι τους εντελώς απατεώνες που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την ετικέτα της ανοιχτής πρόσβασης για να βγάλουν χρήματα από τους άδολους ακαδημαϊκούς. Το πρόβλημα άρχισε να εμφανίζεται λίγο μετά που ξεκίνησε το PLoS ONE. Ο Richard Poynder ήταν ένας από τους πρώτους που εντόπισαν τον κίνδυνο . Σε αυτή την συμπεριφορά δόθηκε ένα όνομα από τον Jeffrey Beall, ένας ακαδημαϊκός βιβλιοθηκονόμος και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ, ο οποίος εξακολουθεί να τρέχει την Beall’s List  (Η Λίστα του Beall) όπου παραθέτει “εν δυνάμει, πιθανούς, ληστρικούς εκδότες πανεπιστημιακών εκδόσεων ανοιχτής πρόσβασης”.

 

Πέρα από αυτή την παρασιτική συμπεριφορά, ένα άλλο σημάδι της επιτυχίας της ανοιχτής πρόσβασης ήταν ότι έκανε τους παραδοσιακούς εκδότες πολύ νευρικούς. Τον Ιανουάριο του 2007, το Nature ανέφερε ότι μια ομάδα σημαντικών επιστημονικών εκδοτών είχε προσλάβει μια εταιρεία συμβούλων επικοινωνίας, την Dezenhall Resources, για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ανοιχτής πρόσβασης. Στην ιστοσελίδα της σήμερα, η Dezenhall Resources λέει για το έργο της : “Συνήθως μας καλούν σε περιόδους έντονου ελέγχου, κινδύνου ή ανταγωνισμού. Είμαστε γνωστοί στο να αντιμετωπίζουμε οξείες διαμάχες, να χτίζουμε αποτελεσματική άμυνα αγοράς και να ανατρέπουμε χρόνιες και με βάση μιας ατζέντας επιθέσεις που απειλούν την φήμη, τα εμπορικά σήματα και την ελευθερία στην επιχειρηματική λειτουργία”.

Το άρθρο στο Nature ανέφερε μια περιγραφή του ιδρυτή και CEO της εταιρείας, Eric Dezenhall, ως το “πίτμπουλ των δημοσίων σχέσεων”. Βέβαια, η πρότασή του στους εκδότες ήταν να επικεντρωθούν σε “απλά μηνύματα”, όπως “η πρόσβαση του κοινού ισούται με κυβερνητική λογοκρισία”, ήταν επιθετική, αν όχι ακριβώς και αληθοφανής. Σύμφωνα με το Nature:

Η Dezenhall συνέστησε επίσης να ενώσουν τις δυνάμεις τους με ομάδες που μπορεί να είναι ιδεολογικά αντίθετες με τα κυβερνητικής ανάθεσης πρότζεκτ, όπως το PubMed Central, συμπεριλαμβανομένων και οργανώσεων που έχουν εξοργίσει τους επιστήμονες. Μια πρόταση ήταν και για το Competitive Enterprise Institute, ένα συντηρητικό think-tank με έδρα την Ουάσιγκτον, το οποίο χρησιμοποιούσε τα χρήματα από το πετρελαίο και την βιομηχανία για να προωθήσει τον σκεπτικισμό για την κλιματική αλλαγή. Η εκτιμώμενη αμοιβή της Dezenhall για την εκστρατεία υπολογίζεται ότι έφτασε στα $300.000 με 500.000.

Το PubMed Central έγινε μια διαρκής ανησυχία για τους εκδότες. Υπήρχαν φήμες ότι, αντί απλώς να ζητά από τους εκδότες την κατάθεση των αντιγράφων των άρθρων που υποβάλλονταν από εργασίες που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους, η ΝΙΗ θα ξεκινούσε να το απαιτεί. Αυτό έγινε όντως το 2008. Λίγο πριν από αυτό, τον Ιούνιο του 2007, το Howard Hughes Medical Institute  ένα από τα μεγαλύτερα αναγνωρισμένα ιατρικά ερευνητικά ιδρύματα στον κόσμο, ανακοίνωσε την απαίτηση της ανοιχτής πρόσβασης στην έρευνα που χρηματοδοτείται. Την επόμενη χρονιά, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ έγινε το πρώτο μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο που έκανε όλες τις ερευνητικές του εργασίες να διατίθενται ως ανοιχτής πρόσβασης, ως κάτι το αυτονόητο.

Καθώς η ανοιχτή πρόσβαση άρχισε να αποκτά σημαντικό μερίδιο στις ΗΠΑ, έγιναν αρκετές προσπάθειες για να την χαλιναγωγήσουν μέσω της νομοθεσίας κατ’ εντολή των εκπροσώπων από τις ομάδες συμφερόντων, με αποκορύφωμα το νομοσχέδιο 2011 Research Works Act (RWA)  ο δεδηλωμένος στόχος του οποίου ήταν “να διασφαλιστεί η συνέχιση της δημοσίευσης και της ακεραιότητας των έγκριτων ερευνητικών έργων από τον ιδιωτικό τομέα”. Ωστόσο, με τον τρόπο που αυτή η πρόταση συντάχθηκε έδινε ουσιαστικά στους ακαδημαϊκούς εκδότες την δυνατότητα άσκησης βέτο για το αν η δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα θα μπορούσε να διατεθεί μέσω του PubMed Central.

Ευτυχώς, το νομοσχέδιο RWA είχε λίγη υποστήριξη, σε ένα κύριο άρθρο του το Nature το αποκάλεσε ως “έναν γελοίο αντιπερισπασμό ”, και ποτέ δεν τέθηκε σε ισχύ, αν και κατάφερε να προκαλέσει μια μαζική αντίδραση από εξοργισμένους ακαδημαϊκούς. Τον Ιανουάριο του 2012, ο Peter Suber δεσμεύτηκε να μην συνεργαστεί  με κανέναν εκδότη που έχει δεχθεί την θέση υποστήριξης για το νομοσχέδιο RWA από την Association of American Publishers (Ένωση Αμερικανών Εκδοτών).

Αυτή η ιδέα πάρθηκε και προσαρμόστηκε λίγες ημέρες αργότερα από τον Βρετανό μαθηματικό και κάτοχο του Fields Medal (γενικά θεωρείται ως το βραβείο Νόμπελ των μαθηματικών) Tim Gowers . Ο οποίος έγραψε στο blog του: “Εγώ όχι μόνο πρόκειται να αρνηθώ στο να έχω οτιδήποτε με τα περιοδικά του Elsevier από τώρα και στο εξής, αλλά το λέω και δημοσίως. Δεν είμαι με κανένα τρόπο ο πρώτος που λέω κάτι τέτοιο αλλά όσο περισσότεροι από εμάς υπάρχουν, τόσο περισσότερο θα γίνει κοινωνικά αποδεκτό και αυτός είναι ο κύριος λόγος για το οποίο γράφω αυτό το post”. Και συνέχισε γράφοντας:

Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να βοηθήσει, αν υπήρχε μια ιστοσελίδα κάπου, όπου οι μαθηματικοί που έχουν αποφασίσει να μην συμβάλουν με κάθε τρόπο στα περιοδικά του Elsevier, θα μπορούσαν να υπογράψουν με τα ονόματά τους σε ηλεκτρονική μορφή. Νομίζω ότι κάποιοι άνθρωποι ενθαρρύνονται να πάρουν θέση, αν μπορούσαν να δουν ότι και πολλοί άλλοι έχουν ήδη πάρει θέση και ότι θα ήταν καλό να το κάνουν και αυτοί με την στάση τους δημόσια.

Αυτή η πρόσκληση ακούστηκε από τον Tyler Neylon, που έχει στήσει ακριβώς έναν τέτοιον ιστότοπο, “The Cost of Knowledge: Researchers taking a stand against Elsevier ” (Το κόστος της Γνώσης: Οι ερευνητές παίρνουν θέση κατά του Elsevier). Περιέγραφε τις κύριες ενστάσεις που ο Gowers είχε προβάλει στο blog του και καλούσε τους ακαδημαϊκούς να απέχουν από την εργασία τους στον Elsevier. Τελικά, πάνω από 16.000 άνθρωποι πήγαν και πρόσθεσαν τα ονόματά τους στην ιστοσελίδα. Ωστόσο, όπως και με το προηγούμενο μποϊκοτάζ από το PLoS, τα πρακτικά αποτελέσματα ήταν ελάχιστα: το Elsevier ξεπέρασε το μποϊκοτάζ και δεν υπήρξε τεράστια αλλαγή στον τρόπο που διαμοιράζεται το ακαδημαϊκό έργο, όπως ο Gowers και οι υποστηρικτές του ήλπιζαν.

Το Ars ζήτησε από την Alicia Wise, την διευθύντρια πρόσβασης και πολιτικής για το Elsevier, να μας πει το πώς η εταιρεία αισθάνθηκε για αυτό το είδος των δράσεων. “Τα μποϊκοτάζ αντικατοπτρίζουν τις ισχυρές απόψεις μικρών τμημάτων της ερευνητικής κοινότητας”, είπε, “και αυτό είναι εντάξει, καθώς οι ερευνητές από την φύση τους έχουν την τάση να προκαλούν το status quo και μερικοί ασχολούνται πολύ και δραστηριοποιούνται δυναμικά πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Αλλά το μποϊκοτάζ σίγουρα δεν είναι ο μόνος, και σίγουρα δεν είναι και ο καλύτερος, θα έλεγα, τρόπος για να μας επηρεάσει. Ενεργά ακούμε και συνεργαζόμαστε με την ερευνητική κοινότητα με έναν πολύ ευρύ φάσμα από τρόπους, από τις συναντήσεις συντακτικών επιτροπών έως τις έρευνες και τις δημοσκοπήσεις, έως την συμμετοχή σε ερευνητικά συνέδρια, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ακόμα πιο πέρα”.

Χρυσή ανοιχτή πρόσβαση

Παρά την αποτυχία του μποϊκοτάζ στον Elsevier, συνεχίστηκε να γίνεται πρόοδος στην επέκταση της χρήσης της ανοιχτής πρόσβασης. Για άλλη μια φορά, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο. Τον Οκτώβριο του 2011, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου σύστησε μια “ομάδα εργασίας για την επέκταση της πρόσβασης στα δημοσιευμένα ευρήματα της έρευνας”, γνωστή ως “Finch Group ” από το όνομα της προέδρου του, της Dame Janet Finch. Η ομάδα ήταν επιφορτισμένη με το να “προτείνει ένα πρόγραμμα δράσης και να απευθύνει συστάσεις προς την κυβέρνηση, τους χρηματοδότες της έρευνας, τους εκδότες και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης στα ευρήματα και τα αποτελέσματα της έρευνας που να μπορεί να διευρυνθεί για σημαντικές ομάδες όπως οι ερευνητές, οι φορείς χάραξης πολιτικής και το ευρύ κοινό”.

Η Έκθεση Finch  δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2012 και θεωρείται ευρέως ως την πιο σημαντική επανεξέταση από κυβέρνηση υπέρ της ανοιχτής πρόσβασης, μέχρι στιγμής: “Η άποψή μας είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αγκαλιάσει τη μετάβαση προς την ανοιχτή πρόσβαση και να επιταχύνει τη διαδικασία με έναν μετρήσιμο τρόπο, που θα προωθεί την καινοτομία, αλλά και ότι είναι το πιο πολύτιμο στο οικοσύστημα επικοινωνίας της έρευνας”.

Δηλώθηκε αρκετά ρητά ότι, ο δρόμος για την επίτευξη αυτού ήταν μέσω της χρυσής αντί της πράσινης ανοιχτής πρόσβασης: “μια σαφής πολιτική κατεύθυνση θα πρέπει να οριστεί προς την υποστήριξη για την δημοσίευση σε ανοιχτής πρόσβασης ή υβριδικά περιοδικά, που θα χρηματοδοτούνται από τα APC [article processing charges / τέλη επεξεργασίας άρθρου], ως το κύριο όχημα για τη δημοσίευση της έρευνας, ειδικά όταν αυτή χρηματοδοτείται από το δημόσιο”. Το “hybrid” μέσα στο πλαίσιο αυτό, αναφέρεται σε περιοδικά που φέρουν άρθρα τόσο ανοιχτής πρόσβασης όσο και παραδοσιακής πρόσβασης: ένα επιπλέον τέλος -το APC- θα πρέπει να καταβληθεί, προκειμένου να καταστεί ένα άρθρο ελεύθερα διαθέσιμο σε όλους.

Υβριδικά περιοδικά δεν ήταν κάτι νέο και στη θεωρία προσέφεραν έναν ομαλό τρόπο για να περάσουμε από τα περιοδικά συνδρομής σε αυτά που θα βασίζονται στις αρχές της ανοιχτής πρόσβασης. Η ιδέα ήταν ότι όσο πιο πολλοί συγγραφείς επιλέγουν να πληρώσουν το επιπλέον ποσό για να κάνουν τα άρθρα τους ελεύθερα διαθέσιμα, τόσο το ποσοστό της συνδρομής θα μειωθεί, έως ότου τελικά όλα τα άρθρα θα είναι ανοιχτής πρόσβασης και ολόκληρο το περιοδικό θα είναι δωρεάν ή ελεύθερο από συνδρομή.

Στον απόηχο της έκθεσης Finch, η οποία έγινε δεκτή σχεδόν στο σύνολό της από τη βρετανική κυβέρνηση, τα υβριδικά περιοδικά άνθισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015 εξέτασε το τι είχε επιτευχθεί μέχρι στιγμής στην υλοποίηση της έκθεσης του 2012. Η βασική του διαπίστωση είχε ως εξής:

Οι επιλογές δημοσίευσης ανοιχτής πρόσβασης είναι πλέον ευρέως διαθέσιμες: τα δύο τρίτα των περιοδικών του κόσμου προσφέρουν μια επιλογή ανοιχτής πρόσβασης κάποιου είδους και πάνω από τα τρία τέταρτα των περιοδικών, στα οποία δημοσιεύουν ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο, κάνουν το ίδιο. Μακράν, η μεγαλύτερη ομάδα των περιοδικών έχουν υιοθετήσει το υβριδικό μοντέλο: ακριβώς κάτω από το ήμισυ όλων των περιοδικών σε όλο τον κόσμο λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο και σχεδόν τα δύο τρίτα εκείνων στα οποία οι ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο δημοσιεύουν τις εργασίες τους.

Τα προβλήματα στο υβριδικό μοντέλο

Αλλά αυτή η στροφή προς τα υβριδικά περιοδικά ανοιχτής πρόσβασης έφερε μαζί της ένα απρόσμενο πρόβλημα. Τον Μάρτιο του 2014, το Wellcome Trust δημοσίευσε μια έκθεση εξετάζοντας το κόστος των ανοιχτής πρόσβασης εκδόσεων . Μια ανησυχητική τάση που παρατηρήθηκε ήταν “το υψηλό κόστος των υβριδικών εκδόσεων ανοιχτής πρόσβασης που έχουμε βρει είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό των ψηφιακά γεννημένων περιοδικών πλήρους ανοιχτής πρόσβασης”. Προχωρώντας προς την ανοιχτής πρόσβασης δημοσίευση της ακαδημαϊκής εργασίας είχαμε ως στόχο να μειωθεί το κόστος συνολικά, αλλά η άνοδος του στην υβριδική προσέγγιση αναιρεί αυτό το βασικό πλεονέκτημα. Η Alicia Wise του Elsevier είπε στο Ars ότι “υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της ποιότητας και της τιμής”, υπονοώντας ότι οι πιο ακριβοί υβριδικοί τίτλοι ήταν απλά καλύτεροι. Μια σημαντική συνεισφορά στο κόστος μπορεί να είναι επίσης και το ότι πολλά υβριδικά περιοδικά διατηρούν ακόμα τις έντυπες εκδόσεις τους, οι οποίες αυξάνουν σημαντικά το κόστος.

Αλλά ο Richard Poynder έχει μια διαφορετική άποψη για το τι έχει συμβεί : “μια κυρίαρχη ομάδα εκδοτών κλήθηκε να καθίσει στην επιτροπή Finch. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να διαμορφώνουν την πολιτική του RCUK και την τόσο αποτελεσματικά κατάλληλη χρυσή ανοιχτή πρόσβαση για τους δικούς τους σκοπούς”.

Τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα το 2015, όταν μια ανάλυση από το Wellcome Trust διαπίστωσε ότι η μέση χρέωση ανά άρθρο για δημοσίευση ανοιχτής πρόσβασης σε έναν υβριδικό τίτλο ήταν ακόμα 64% υψηλότερη από ότι για τους τίτλους που ήταν αμιγώς ανοιχτής πρόσβασης. Υπήρξε αυξανόμενη ανησυχία ότι οι εκδότες έκαναν “double-dipping” -χρέωναν υψηλές αμοιβές για τα ανοιχτής πρόσβασης στους τίτλους τους, χωρίς να μειώνουν το συνολικό κόστος της συνδρομής. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο η επιτροπή είχε προειδοποιήσει ότι θα συμβεί , από τον Σεπτέμβριο του 2013. Όπως τόνισε το Wellcome Trust στην έκθεσή του, λόγω αυτών των προβλημάτων, δύο ερευνητικά συμβούλια (ένα στη Γερμανία και ένα στη Νορβηγία) είχαν αποφασίσει να μην επιτρέψουν στις επιδοτήσεις τους να χρησιμοποιηθούν για την δημοσίευση εργασιών σε υβριδικούς τίτλους ανοιχτής πρόσβασης.

Τον ίδιο μήνα που δημοσιεύθηκε η έκθεση Finch, ξεκίνησε και ένα νέο περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης που ονομάζεται PeerJ . Ένας από τους ιδρυτές του ήταν εκδότης του PLoS ONE, ενώ ένας από τους οικονομικούς του υποστηρικτές ήταν ο Tim O’Reilly  ένα πολύ γνωστό όνομα στην βιομηχανία των υπολογιστών για τον δικό του εκδοτικό οίκο με την ίδια ονομασία

Το PeerJ υιοθέτησε ένα ριζικά διαφορετικό σύστημα τιμολόγησης. Αντί να απαιτεί την πληρωμή από το ίδρυμα του ερευνητή για κάθε εργασία, προσφέρει στους ακαδημαϊκούς μια συνδρομή χαμηλού κόστους εφ’ όρου ζωής, στην αρχή ήταν μόνο με $99 και επί του παρόντος είναι στα $199. Η βασική συμφωνία είναι να πληρώσεις μια φορά για να δημοσιεύεις ένα άρθρο ανά έτος για όσο χρονικό διάστημα θέλεις, αλλά με τη μικρή προϋπόθεση ότι οι πρώτοι 12 συγγραφείς μιας εργασίας θα πρέπει επίσης να είναι συνδρομητές. Αυτό εισάγει έναν έξυπνο και δημοφιλή (όπως αποδείχθηκε) τρόπο στο επιχειρηματικό μοντέλο, δεδομένου ότι θα μπορούσε να αναμένεται κάποιος που έχει ήδη δημοσιεύσει στο PeerJ να ενθαρρύνει εκείνους που εργάστηκαν μαζί του να κάνουν το ίδιο.

Εκείνη την χρονική περίοδο, οι ΗΠΑ είχαν κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αύξησης της διαθέσιμης πρόσβασης στα αποτελέσματα της δημόσια χρηματοδοτούμενης έρευνας. Τον Φεβρουάριο του 2013, μια οδηγία για την ανοιχτή πρόσβαση  εκδόθηκε από τον Λευκό Οίκο: “Το Γραφείο Πολιτικής για την Επιστήμη και την Τεχνολογία (Office of Science and Technology Policy, OSTP) αποφάσισε να κατευθύνει κάθε ομοσπονδιακή υπηρεσία με πάνω από $100 εκατομμύρια σε ετήσιες δαπάνες σε διεξαγωγή έρευνας και ανάπτυξης, να αναπτύξει ένα σχέδιο για να υποστηρίξει την αυξημένη πρόσβαση του κοινού στα αποτελέσματα της έρευνας που χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση”. Όπως και με το PubMed Central, η πολιτική αυτή επέτρεπε μια περίοδο εμπάργκο για 12 μήνες μετά τη δημοσίευση. Την ίδια στιγμή, εισήχθη το νομοσχέδιο Fair Access to Science and Technology Research Act (FASTR) , το οποίο θα μειώσει το χρόνο της περιόδου εμπάργκο σε έξι μήνες, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη νόμος.

Τον Νοέμβριο του 2014, η NASA ανακοίνωσε ότι θα εκπληρώσει αυτή την νέα απαίτηση για τις αμερικανικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες με την κατάθεση των επιστημονικών εργασιών που προκύπτουν από τον ετήσιο προϋπολογισμό της που φτάνει τα $3 δις, στο κεντρικό σύστημα PubMed της NIH.

Πράσινη ανοιχτή πρόσβαση

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η επόμενη σημαντική ανακοίνωση πολιτικής ανοιχτής πρόσβασης προήλθε από το Higher Education Funding Council for England (HEFCE) το οποίο μοιράζει περίπου £1,7 δις δημόσιου χρήματος για την έρευνα κάθε χρόνο. Η κίνηση έγινε δεκτή θετικά , ίσως επειδή το HEFCE με βάση τη νέα πολιτική ανοιχτής πρόσβασης του προωθεί την κατάθεση εργασιών σε αποθετήρια -δηλαδή, το μοντέλο με την λεγόμενη πράσινη ανοιχτή πρόσβαση, με το οποίο αποφεύγεται το πρόβλημα των διογκωμένων τιμών που συνοδεύει το μοντέλο με την χρυσή ανοιχτή πρόσβαση.

Αλλά η πολιτική του HEFCE επίσης υπόκειται σε μια περίοδο εμπάργκο πριν οι εργασίες μπορέσουν να μοιραστούν ελεύθερα από ένα αποθετήριο. Αν τα ιδρύματα θέλουν να κάνουν τις εργασίες που παράγονται από τους ερευνητές τους διαθέσιμες νωρίτερα, τα περιοδικά είχαν τη δυνατότητα να τους βάλουν να πληρώσουν για μια χρυσή ανοιχτή πρόσβαση.

Όπως έγραψε ο Danny Kingsley σε ένα blog post, στις αρχές του 2016: “αυτή η αλλαγή πολιτικής του HEFCE σημαίνει ότι οι εκδότες έχουν μετατοπίσει αποτελεσματικά την πολιτική του HEFCE μακριά από μια πολιτική πράσινης ανοιχτής πρόσβασης σε μια χρυσής, για ένα σημαντικό ποσοστό της έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή είναι μια εσκεμμένη τακτική, μαζί με την ατεκμηρίωτη εκστρατεία του ότι η πράσινη ανοιχτή πρόσβαση αποτελεί μείζονα απειλή για την επιστημονική δημοσίευση και, ως εκ τούτου, η χρονική περίοδος του εμπάργκο θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερη”.

Οι εκδότες υιοθετούν μια άλλη μέθοδο που τους επιτρέπει να κρατήσουν υψηλά τα περιθώρια κέρδους τους, ακόμη και με τη διεύρυνση από μέρους τους της ανοιχτής πρόσβασης. Περιλαμβάνει αυτό που έχει γίνει γνωστό ως “μεγάλες συμφωνίες” (big deals). Προηγουμένως, οι ακαδημαϊκοί εκδότες έσπρωχναν τις βιβλιοθήκες για να εγγραφούν σε “δέσμες” συνδρομών, στις οποίες έτειναν να συμπεριλαμβάνουν και περιοδικά που δεν τα ήθελαν  μαζί με αυτά που οι ερευνητές ήταν πρόθυμοι να διαβάσουν. Τώρα οι εκδότες έξυπνα συνδυάζουν και τα δύο από την παρουσίαση αυτών των νέου τύπου “μεγάλων συμφωνιών”, ως ένα τρόπο για να μετακινηθούν προς την ανοιχτή πρόσβαση.

Η Ολλανδία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή εδώ, υπογράφοντας μια συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο Springer  τον Ιανουάριο του 2015, με τον Elsevier τον Δεκέμβριο του 2015, και με τον Wiley  τον Μάρτιο του 2016. Οι εκδότες ήταν πιθανώς ακόμη πιο πρόθυμοι να υπογράψουν αυτές τις συμφωνίες στον απόηχο ενός νόμου που ψηφίστηκε στην Ολλανδία τον Ιούλιο του 2015, έναν που έδινε στους ερευνητές το δικαίωμα να δημοσιοποιούν την έρευνα τους που προέρχονταν από δημόσια χρηματοδότηση και να την κάνουν διαθέσιμη ως ανοιχτής πρόσβασης “μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα ”. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει συνάψει ήδη συμφωνία με τον Springer  και σήμερα συζητά για ένα “big deal” με τον Elsevier .

Παρά το γεγονός ότι οι συμφωνίες με τους εκδότες παρουσιάζονται ως πολύ καλές για τα θεσμικά όργανα και τους ερευνητές τους και ως μια ώθηση για τη μετάβαση προς την ανοιχτή πρόσβαση, δεν σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή για τις εκδοτικές επιχειρήσεις. Όλες οι εντάσεις μεταξύ των παραδοσιακών εκδοτών και της ανοιχτής πρόσβασης παραμένουν στη θέση τους.

Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται

Εν τω μεταξύ, οι εκδότες κινούνται σε αυτό από όπου ξεκίνησε η ανοιχτή πρόσβαση: τις προδημοσιεύσεις. Πρόσφατα το Elsevier ανακοίνωσε ότι απέκτησε το Social Science Research Network , το οποίο είναι το κορυφαίο αποθετήριο για τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και ίσως η πιο σημαντική συλλογή προδημοσιεύσεων μετά το arXiv. Λίγες μέρες αργότερα, το Elsevier παρουσίασε ένα πιλοτικό πρόγραμμα με το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. Όπως εξήγησε στο δελτίο τύπου Για το Elsevier, αυτό το πιλοτικό πρόγραμμα παρέχει μια ευκαιρία για να αποκτήσει μια καλύτερη κατανόηση των απαιτήσεων για την παρουσίαση των πληροφοριών και του περιεχομένου στα ακαδημαϊκά αποθετήρια”.

Βάζοντας μαζί αυτές οι δύο κινήσεις, σηματοδοτούν μια σαφή πρόθεση του οίκου Elsevier να φέρει τα ιδρυματικά αποθετήρια -και ως εκ τούτου και την πράσινη ανοιχτή πρόσβαση- σταθερά μέσα στην αυτοκρατορία του. Και δεν είναι ο μόνος. Όπως ο Kevin Smith, κοσμήτορας των βιβλιοθηκών στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας έγραψε στο IO: Στο The Open blog : “Οι ίδιοι, πέντε ή έξι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι που κυριαρχούν στην αγορά με τα επιστημονικά περιοδικά, ασχολούνται με μια κούρσα για να συλλάβουν τους όρους και τις πλατφόρμες για την επιστημονική ανταλλαγή”.

Για τους εκδότες, αυτές οι κινήσεις μπορεί να έχουν μια επιχειρηματική λογική. Έχουν ήδη την υποδομή για τη διανομή των εγγράφων, έτσι ώστε τα αποθετήρια δεν προσθέτουν σημαντικά σε αυτό τους το σύστημα. Και αυτό τους επιτρέπει να διατηρούν την ικανότητά τους να εξορύξουν τα στοιχεία και τις μετρήσεις που σχετίζονται με τις πληροφορίες της επιστημονική έκδοσης, που μπορούν δυνητικά να πωληθούν ως προϊόν. Αλλά για μερικούς υποστηρικτές της ανοιχτής πρόσβασης, μπορεί να φαίνεται ότι οι εκδότες μπαίνουν στα χωράφια τους.

Ο Richard Poynder, ίσως ο πιο έμπειρος παρατηρητής του κόσμου της ανοιχτής πρόσβασης, βλέπει τη συνεχιζόμενη επέκταση των εκδοτών ως αποθαρρυντική. Πρόσφερε μια εξαιρετικά απαισιόδοξη άποψη για την κατάσταση της ανοιχτής πρόσβασης σήμερα , σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Κατέληξε το συμπέρασμα ότι:

Τελικά, το βασικό ερώτημα είναι το κατά πόσον η ερευνητική κοινότητα έχει τη δέσμευση, την αντοχή, τις οργανωτικές δυνατότητες και/ή τους πόρους για να επανα-διεκδικήσει την επιστημονική επικοινωνία. Αν και θα ήθελα πολύ να καταλήξει σε ένα θετικό σημείο, προσωπικά αμφιβάλω ότι θα καταλήξει. Το γεγονός είναι ότι, η ανοιχτή πρόσβαση υποστηρίζεται στο περιθώριο, δεν φαίνεται πως η ερευνητική κοινότητα έχει και πολύ την όρεξη να σταματήσει τη δημοσίευση σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά και να εγκαταλείψει τον περιβόητο παράγοντα αναφορών (impact factor, είναι ο παράγοντας εκείνος που αναφέρεται στο πόσο δημοφιλές, μέσα από τις πολλές βιβλιογραφικές παραπομπές που γίνονται σε αυτή, είναι μια ερευνητική εργασία) [Αν υποθέσουμε ότι ο IF είναι ένας δείκτης για το πόση “επιρροή” έχει ένα περιοδικό]. Το πιο σημαντικό, οι διαχειριστές των πανεπιστημίων και οι χρηματοδότες δεν θέλουν να δουν κάτι να συμβαίνει ριζοσπαστικά (να αλλάζει ραγδαία). Ζούμε σε μια εποχή όπου οι γραφειοκράτες έχουν τον έλεγχο και οι γραφειοκράτες ποθούν τους απλούς και τυπικούς τρόπους άσκησης της σκοτεινής τους τέχνης. Αυτό είναι ακριβώς αυτό που παρέχει ο δείκτης IF και τα παραδοσιακά περιοδικά. Αν έχω δίκιο, η ανοιχτή πρόσβαση σίγουρα θα παραμείνει ως μια μισό-επανάσταση, προς το παρόν τουλάχιστον.

Ένας άλλος, που πιστεύει ότι το κίνημα της ανοιχτής πρόσβασης μπορεί να αποτυγχάνει, είναι ο πρωτοποριακός ευαγγελιστής του, ο Stevan Harnad. Το Μάρτιο του 2016, έγραψε σε ένα tweet : “Πάλεψα τον αγώνα και έχασα και τώρα έχω αφήσει την αρένα της Ανοιχτής Πρόσβασης”.

Ίσως αυτή η ηττοπάθεια να είναι πρόωρη: το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις εξέδωσε μια πρόσκληση για την πλήρη ανοιχτή πρόσβαση στην επιστημονική έρευνα από το 2020 . Στη δήλωσή της  ότι “καλωσορίζει την ανοιχτή πρόσβαση στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, όπως την προεπιλογή για τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της δημόσιας χρηματοδοτούμενης [από την ΕΕ] έρευνας”, αλλά επίσης λέει ότι η κίνηση αυτή θα πρέπει “να βασίζεται σε κοινές αρχές όπως η διαφάνεια, η ακεραιότητα της έρευνας, η βιωσιμότητα, η δίκαιη τιμολόγηση και η οικονομική βιωσιμότητα”. Παρά το γεγονός ότι δυνητικά αυτό είναι μια μεγάλη νίκη για την ανοιχτή πρόσβαση στην ΕΕ, ο κίνδυνος είναι ότι αυτό θα μπορούσε απλώς να οδηγήσει σε μεγαλύτερη χρήση των δαπανηρών υβριδικών συστημάτων ανοιχτής πρόσβασης, όπως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Σε κάθε περίπτωση, μια “νίκη” των παραδοσιακών εκδοτών πάνω στην κλασική ανοιχτή πρόσβαση θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι μια προσωρινή. Αν η επανάσταση αποτύχει ή παραμένει ως ένα είδος μισό-επανάστασης όπως φοβάται ο Poynder, εκείνοι που είναι απογοητευμένοι από το ότι τόση πολύ γνώση είναι κλειδωμένη έξω από την δυνατότητα για μάθηση του κόσμου, θα στρέφονται όλο και περισσότερο σε πιο ακραίες προσεγγίσεις.

Για παράδειγμα, στο τέλος του 2015, μια ομάδα ακαδημαϊκών ήταν τόσο απογοητευμένοι με τις παραδοσιακές εκδόσεις που παραιτήθηκαν μαζικά  από έναν κορυφαίο τίτλο για να δημιουργήσουν το δικό τους αντίπαλο ανοιχτής πρόσβασης περιοδικό. Το σύνολο του συντακτικού προσωπικού του ακαδημαϊκού τίτλου κύρους, του περιοδικού Lingua  ήταν σε βαθιά ανησυχία για το υψηλό κόστος εγγραφής στο περιοδικό και για την άρνηση του εκδοτικού οίκου του περιοδικού, τον Elsevier, να μετατρέψει τον τίτλο σε εντελώς ανοιχτής πρόσβασης.

Διαμαντένια ανοιχτή πρόσβαση

Ο Tim Gowers, ο οποίος ηγήθηκε του ανεπιτυχούς μποϊκοτάζ κατά του Elsevier, το 2012, αποφάσισε τρία χρόνια αργότερα να ακολουθήσει το παράδειγμα των απογοητευμένων επιστημόνων πίσω από το PLoS και πάρει την κατάσταση στα χέρια του, δημιουργώντας ένα ριζικά νέο είδος περιοδικού. Δεδομένου ότι τόσο η χρυσή όσο και η πράσινη ανοιχτή πρόσβαση είχαν αποδειχθεί ότι είναι μια απογοήτευση, υιοθέτησε αυτό που έχει ονομαστεί “διαμαντένια” ανοιχτή πρόσβαση. Όπως ο Gowers εξηγεί σε ένα post του σχετικά με την έναρξη του νέου τίτλου του , στην καρδιά αυτού του μοντέλου βρίσκεται ένα από τα παλαιότερα και πιο επιτυχημένα ανοιχτής πρόσβασης πρότζεκτ, το arXiv:

Ενώ στις περισσότερες πτυχές του θα είναι ακριβώς όπως οποιοδήποτε άλλο περιοδικό, θα είναι και ασυνήθιστο με έναν σημαντικό τρόπο: θα είναι καθαρά ένα περιοδικό επικάλυψης για το arXiv. Δηλαδή, αντί για τη δημοσίευση ή ακόμη και αντί της ηλεκτρονικής μορφής φιλοξενίας, οι εργασίες θα αποτελούνται από μια λίστα με συνδέσμους για τις προδημοσιεύσεις του arXiv. Εκτός αυτού, το περιοδικό θα είναι εντελώς συμβατικό: οι συγγραφείς θα υποβάλουν τις συνδέσεις προς τις προδημοσιεύσεις του arXiv και στη συνέχεια, οι συντάκτες του περιοδικού θα βρίσκουν αναθεωρητές, χρησιμοποιώντας γρήγορα τις απόψεις τους και τις πιο λεπτομερείς αναφορές τους με τον συνήθη τρόπο, προκειμένου να αποφασίσουν για το ποιες από τις εργασίες θα γίνουν αποδεκτές.

Η εικονική φύση του περιοδικού σημαίνει ότι όχι μόνο θα είναι σε θέση να διαβάζεται ελεύθερα από τους ανθρώπους, αλλά θα είναι επίσης και δωρεάν για τους ερευνητές να δημοσιεύσουν σε αυτό, οι χρεώσεις για την επεξεργασία του άρθρου θα είναι μηδέν. Ο Gowers πιστεύει ότι οι δαπάνες λειτουργίας των τίτλων διαμαντένιας ανοιχτής πρόσβασης, θα είναι τόσο μικρές που μια επιχορήγηση από το Πανεπιστήμιο του Cambridge θα τις καλύπτει για κάποιο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι οι εκδότες δεν παίζουν κανένα ρόλο στην προσέγγιση με την διαμαντένια ανοιχτή πρόσβαση, δεν υπάρχει κανένας τρόπος που να μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να προωθήσουν τρόπους έτσι ώστε να επωφεληθούν (και) από αυτό, όπως έκαναν με τα χρυσά και πράσινα μοντέλα εκδόσεων. Το ίδιο ισχύει και για το bioRxiv , έναν νέο διακομιστή προδημοσιεύσεων για τη βιολογία  που ελπίζει προφανώς στο να αναδημιουργήσει την επιτυχία του arXiv.

 

Ο Björn Brembs (link is external), ένας Γερμανός καθηγητής νευροβιολογίας και ένθερμος υποστηρικτής της ελεύθερης πρόσβασης στην ακαδημαϊκή γνώση, έχει μια άλλη απλή αν όχι και δραματική λύση, για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους των ακαδημαϊκών εκδόσεων και του κυρίαρχου ρόλου των ακαδημαϊκών εκδοτών. Αυτός εκφράζεται με τη μορφή μιας ερώτησης “Γιατί δεν έχουμε ήδη ακυρώσει όλες τις συνδρομές;”:

Το ερώτημα στον τίτλο είναι σοβαρό: με τα ~US $10 δις που συλλογικά καταβάλλονται τους εκδότες ετησίως σε όλο τον κόσμο για να κρύψουν την δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα πίσω από τα paywalls τους, γνωρίζουμε ήδη ότι μόνο ένα ποσοστό, μεταξύ των 200 με 800 εκατ. πηγαίνει προς το πραγματικό κόστος. Το υπόλοιπο πηγαίνει στα κέρδη τους (δηλ. ~ 3 με 4 δις) και στα paywalls και τις άλλες ανεπάρκειες (~ 5 δις). Και τι παίρνουμε ως αντάλλαγμα για τις υπερβολικά, κατά 98% περίπου, αμειβόμενες εν λόγω υπηρεσίες; Παίρνουμε μια λογοτεχνία που δεν έχει ουσιαστικά καμιά βασική λειτουργικότητα που θα περιμέναμε να έρχεται από κάθε ψηφιακά διαθέσιμο αντικείμενο.

Από τον Aaron Swartz…

Κάποιοι άλλοι είναι τόσο απογοητευμένοι με το πώς οι ακαδημαϊκές εκδόσεις εμποδίζουν την ευρεία πρόσβαση στη γνώση που είναι διατεθειμένοι να αγνοήσουν τα πνευματικά δικαιώματα που σταματούν τα άρθρα από το να μοιραστούν ελεύθερα, παρά τους νομικούς κινδύνους που διατρέχουν .

Ο Paul Ginsparg είχε παρατηρήσει ότι αυτό ήδη συνέβαινε πίσω στον Μάιο του 2005: “μια μορφή ανοιχτής πρόσβασης φαίνεται επίσης να συμβαίνει ανεξάρτητα ακολουθώντας μια πίσω-πόρτας διαδρομή: ένα άρθρο [στο British Medical Journal] την περασμένη εβδομάδα αναφέρει ότι πάνω από το ένα τρίτο των μεγάλων σε αντίκτυπο άρθρων περιοδικών, σε ένα δείγμα περιοδικών βιολογίας και ιατρικής που δημοσιεύθηκαν το 2003, μπορούσε να βρεθεί σε nonjournal ιστοσελίδες. Λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα ότι το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί απλά και μόνο με την πάροδο του χρόνου και με δεδομένη την προαναφερθείσα ευκολία εντοπισμού του, το φαινόμενο αυτό είναι κάτι με το οποίο τα περιοδικά θα έρθουν αντιμέτωπα και χωρίς να αποξενώσουν του συμβάλλοντες συγγραφείς τους”.

 

 

Μια φιγούρα που διερεύνησε περίφημα αυτήν την λιγότερο ορθόδοξη διαδρομή ήταν ο Aaron Swartz . Αφού τον καταγράψανε να έχει κατεβάσει πάνω από 450.000 επιστημονικές εργασίες  από την ιστοσελίδα του JSTOR μέσα σε λιγότερο από 12 ώρες, ενώ συνολικά κατέβασε πέντε εκατομμύρια από αυτές, τον χρέωσαν με μια σειρά από αδικήματα που αθροιστικά μπορούσαν να του επιφέρουν ποινή φυλάκισης έως και 35 χρόνια. Τον Ιανουάριο του 2013, δύο χρόνια μετά τη σύλληψή του και ενώ εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει την σοβαρή πιθανότητα να βρεθεί σε δίκη, κρεμάστηκε.

Πέντε χρόνια πριν, είχε δημοσιεύσει αυτό που αποκάλεσε ως το “Guerilla Open Access Manifesto”. Εκεί δήλωνε το κεντρικό πρόβλημα λακωνικά: “ολόκληρη η επιστημονική και πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου, που δημοσιεύθηκε εδώ και αιώνες σε βιβλία και σε περιοδικά, ολοένα ψηφιοποιείται και κλειδώνεται από μια χούφτα ιδιωτικές εταιρείες”.

Ενώ αναγνώρισε τη σημασία του κινήματος της ανοιχτής πρόσβασης, αυτός θεώρησε ότι ήταν μόνο μια μερική λύση. Η ανοιχτή πρόσβαση, έγραψε, “έχει πολεμήσει γενναία για να διασφαλίσει το ότι οι επιστήμονες δεν θα παραχωρούν τα πνευματικά τους δικαιώματα, αλλά αντ’ αυτού θα εξασφαλίζουν το ότι η εργασία τους θα δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τους όρους που να επιτρέπουν στον οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση. Αλλά ακόμα και κάτω από τα καλύτερα σενάρια, το έργο τους θα μπορεί να είναι διαθέσιμο μόνο για τα πράγματα που δημοσιεύονται στο μέλλον. Τα πάντα μέχρι τώρα, θα έχουν χαθεί”. Το 2014, περίπου μόνο το ένα τέταρτο από τα 100 εκατομμύρια ακαδημαϊκά έγγραφα  στην αγγλική γλώσσα που υπήρχαν στο Web ήταν ελεύθερα διαθέσιμα. Ο Swartz πρόσφερε τη δική του λύση για το πώς να δώσει σε όλο τον κόσμο πρόσβαση στη γνώση:

Εσείς που έχετε πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους, φοιτητές, βιβλιοθηκονόμοι, επιστήμονες -σας έχει δοθεί ένα προνόμιο. Μπορείτε να τρέφεστε σε αυτό το συμπόσιο της γνώσης, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος είναι κλειδωμένος έξω. Αλλά δεν πρέπει -πραγματικά ηθικά, δεν πρέπει- να κρατήσετε αυτό το προνόμιο για τον εαυτό σας. Έχετε καθήκον να το μοιραστείτε με τον κόσμο. Και πρέπει να: δώσετε τους κωδικούς πρόσβασης στους συναδέλφους σας, να ικανοποιήσετε της αιτήσεις για κατέβασμα εργασιών για τους φίλους σας.

Και αυτό ήταν ακριβώς που άρχισαν να κάνουν οι άνθρωποι με έναν όλο και πιο οργανωμένο τρόπο. Μία προσέγγιση ήταν η χρήση του hashtag #icanhazpdf στο Twitter . Οι άνθρωποι δημοσιεύουν τα αιτήματά τους για επιστημονικά έγγραφα που βρίσκονται πίσω από paywalls στο Twitter, χρησιμοποιώντας το hashtag #icanhazpdf για να ειδοποιήσουν τους άλλους (που έχουν πρόσβαση) με τα αιτήματά τους. Όσοι έχουν πρόσβαση σε αυτές τις δημοσιεύσεις τα κατεβάζουν και τα στείλουν στο πρόσωπο που έβαλε την κλήση στο #icanhazpdf.


Το Reddit έχει το r/scholar για την υποβολή αιτήσεων και την κοινή χρήση συγκεκριμένων άρθρων που διατίθεται σε διάφορες βάσεις δεδομένων”. Υπήρξαν επίσης προσπάθειες να δημιουργηθούν και online βιβλιοθήκες  που να προσφέρουν ελεύθερη και ως εκ τούτου μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε μεγάλες συλλογές επιστημονικών εργασιών: μερικές από τις πιο διάσημες περιλαμβάνουν το library.nu  και το LibGen. Αλλά ένας ιστότοπος περισσότερο από όλους τους άλλους έχει τραβήξει την προσοχή τόσο του ακαδημαϊκού κόσμου όσο και όλο και περισσότερο εκείνους που βρίσκονται εκτός: το Sci-Hub.

 

…στο Sci-Hub

Το Ars Technica έγραψε για το Sci-Hub και την δημιουργό του, την Alexandra Elbakyan, τον Απρίλιο. Κατά τη στιγμή της συγγραφής αυτού του άρθρου, ο ιστότοπος παρέχει απεριόριστη πρόσβαση σε 47 εκατομμύρια επιστημονικές εργασίες και ισχυρίζεται ότι έχει εκατοντάδες χιλιάδες downloads κάθε μέρα. Αν και ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2011, το Sci-Hub έγινε γνωστό μόνο φέτος.

Από τον Φεβρουάριο  έχει υπάρξει μια έξαρση με δημοφιλή άρθρα για το Sci-Hub, συμπεριλαμβανομένων και υψηλού προφίλ εκδόσεων, όπως η The Washington Post  και οι The New York Times . Αυτό, με τη σειρά του, έχει δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου συζήτηση σε περαιτέρω άρθρα και blog posts, από αυτούς που υποστηρίζουν σθεναρά την Elbakyan και από εκείνους που είναι σταθερά ενάντια στις δραστηριότητες της (link is external). Ακόμη και ο Carlos Moedas, ο Επίτροπος της ΕΕ για την έρευνα, την επιστήμη και την καινοτομία, αναφερόμενος στο Sci-Hub σε μια πρόσφατη ομιλία είπε ότι “η υπόθεση της Elbakyan εγείρει πολλά ερωτήματα ”.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα για το θέμα αυτό εμφανίστηκε στο περιοδικό Science, στο τέλος Απριλίου του 2016. Δεν ήταν για το τι είναι σωστό και τι λάθος σχετικά με το Sci-Hub, αλλά για τα στατιστικά στοιχεία της ιστοσελίδας. Ως συντάκτης του άρθρου, ο John Bohannon, εξήγησε: “Μετά την εγκατάσταση επαφής με ένα κρυπτογραφημένο σύστημα συνομιλίας, δούλεψα μαζί της [με την [Elbakyan] για αρκετές εβδομάδες για να δημιουργήσουμε ένα σύνολο δεδομένων για να το δημοσιεύσω: για κάθε ένα κατέβασμα αρχείου (μέσα από την διευκόλυνση που παρέχει ο ιστότοπος) που θα γίνει κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου που αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου του 2015”. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης για τα 28 εκατομμύρια αιτήματα  κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι διαφωτιστικά:

Τα δεδομένα του Sci-Hub παρέχουν την πρώτη λεπτομερή εικόνα για το ότι αυτό γίνεται η de facto ερευνητική βιβλιοθήκη ανοιχτής πρόσβασης του κόσμου. Μεταξύ των αποκαλύψεων υπάρχει κάτι που μπορεί να εκπλήξει και τους δύο, οπαδούς και εχθρούς του ιστότοπου: οι χρήστες του Sci-Hub δεν περιορίζονται ότι προέρχονται μόνο από τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μερικοί κριτικοί του Sci-Hub έχουν παραπονεθεί ότι πολλοί χρήστες ενώ μπορούν να έχουν πρόσβαση στα ίδια έγγραφα μέσω των βιβλιοθηκών τους, παρόλα αυτά στρέφονται στο Sci-Hub και αυτό συμβαίνει όχι για λόγους ανάγκης αλλά για λόγους ευκολίας. Τα δεδομένα παρέχουν μια κάποια υποστήριξη για τον εν λόγω ισχυρισμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πέμπτη μεγαλύτερη χώρα που κατεβάζει εργασίες μετά τη Ρωσία και το ένα τέταρτο των αιτήσεων στο Sci-Hub για εργασίες προήλθε από τα 34 μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organization for Economic Cooperation and Development), τα πλουσιότερα έθνη με, υποτίθεται, την καλύτερη πρόσβαση σε περιοδικά. Στην πραγματικότητα, κάποια από την πιο έντονη χρήση του Sci-Hub φαίνεται να προέρχεται από τις πανεπιστημιουπόλεις των ΗΠΑ καθώς και από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Με άλλα λόγια, η τεράστια δημοτικότητα του Sci-Hub δεν οφείλεται, όπως πολλοί θέλουν να ισχυρίζονται, μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι θέλουν ελεύθερη πρόσβαση, αν και πολλές από τις λήψεις πράγματι γίνονται από ερευνητές στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να δώσουν τα χρήματα για τις συνδρομές περιοδικών. Το γεγονός ότι υπάρχουν χρήστες του Sci-Hub που βρίσκονται στις πλουσιότερες χώρες και σε μερικά από τα καλύτερα χρηματοδοτούμενα ακαδημαϊκά ιδρύματα, ιδρύματα με πολλές επίσημες συνδρομές στα πιο βασικά περιοδικά, υποδηλώνει ότι το σημερινό σύστημα δημοσίευσης απλά δεν παρέχει την πρόσβαση στους ανθρώπους που την χρειάζονται.

(link is external)

Αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν, όπως είναι φυσικό, είναι κάτι που να είναι τόσο εύκολο στη χρήση όπως το Google: να εισάγεις αυτό που ψάχνεις στην αναζήτηση και ένα δευτερόλεπτο αργότερα να έχεις αυτό που ψάχνεις. Σε ότι αφορά την ακαδημαϊκή γνώση, ότι αυτό ακριβώς είναι που προσφέρει το Sci-Hub από τα 50 εκατομμύρια εργασίες του.

Off the record, ορισμένοι εκδότες παραδέχθηκαν αυτήν την διαπίστωση του Bohannon, ο οποίος είπε στο Ars: “Πολλοί στη βιομηχανία των εκδόσεων βλέπουν αυτόν τον αγώνα ως μάταιο. ‘Οι αριθμοί είναι απλά συγκλονιστικοί’ μου είπε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο όταν έμαθε για τα στοιχεία των στατιστικών του Sci-Hub. ‘Υποδεικνύει μια σχεδόν πλήρης αποτυχία το να παρέχεις μια (κανονική) διαδρομή πρόσβασης σε αυτούς τους ερευνητές’. Το στέλεχος εργάζεται για μια εταιρεία που δημοσιεύει μερικά από τα πιο βαριά σε κατέβασμα άρθρα στο Sci-Hub και ζήτησε την ανωνυμία του έτσι ώστε να μπορέσει να μιλήσει με ειλικρίνεια”.

Ωστόσο, η Alicia Wise διαφωνεί: “Το γεγονός ότι χρησιμοποιείται [το Sci-Hub] δείχνει απλά ότι ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι είναι χρήσιμο, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές γιατί συμβαίνει αυτό. Ίσως δεν ξέρουν πώς να κάνουν έλεγχο ταυτότητας στα συστήματα του πανεπιστημίου τους μέσα από τις κινητές τους συσκευές, ίσως να μην ξέρουν για τις προσιτές και νόμιμες εναλλακτικές λύσεις”.

Πέρυσι, το Elsevier ζήτησε και έλαβε από το δικαστήριο ασφαλιστικά μέτρα κατά του Sci-Hub, το οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν στο domain sci-hub.org. Η Elbakyan απλά το μετακίνησε σε άλλο domain, στο sci-hub.io, και αγνόησε την εντολή. Από τότε, το έχει μετακομίσει σε άλλους τομείς (link is external), καθώς οι δικηγόροι του Elsevier προσπαθούν να κλείσουν κάθε φορά το νέο όνομα domain που φιλοξενείται ο ιστότοπος (link is external).

Μήπως το Elsevier ελπίζει ότι θα ξεριζώσει το Sci-Hub εντελώς;

Είμαστε συγκεντρωμένοι στο γεγονός ότι οι ενέργειές της είναι παράνομες (μια άποψη που υποστηρίζεται ήδη από τα δικαστήρια στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού) και ότι οι ενέργειές της εκθέτουν τα συστήματα των πανεπιστημίων σε επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και τις πληροφορίες σχετικά με τους φοιτητές και το προσωπικό σε απάτη και κατάχρηση” λέει η Wise. Όσο για το αν το Elsevier σκέφτεται πως η Elbakyan θα έπρεπε να πάει στη φυλακή για τη δημιουργία του Sci-Hub, είπε: “Αυτό είναι στο χέρι των δικαστηρίων που την έχουν βρει ένοχη και για τις κυβερνήσεις να αποφασίσουν τι θα πράξουν, και όχι εμείς”.

Το παράδειγμα του Pirate Bay δείχνει ότι αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι σχετικά με το domain name δεν είναι κάτι στο όποιο θα μπορούσαν να κερδίσουν οι δικηγόροι.

Η ανάλυση στο εκτενές άρθρο του περιοδικού Science σχετικά με τα στατιστικά από τα downloads που γίνονται μέσω του Sci-Hub αποκαλύπτει ότι, η πιο πολυσύχναστη περιοχή είναι η πόλη της Τεχεράνης. Αναφέρεται στο άρθρο: “Μεγάλο μέρος της κίνησης προέρχεται από Ιρανούς χρήστες που χρησιμοποιούν προγράμματα για να κατεβάσουν αυτόματα τεράστιες ποσότητες από εργασίες μέσω του Sci-Hub για να κάνουν έναν τοπικό αντίγραφο-καθρέφτη του ιστότπου. Ο Rahimi, ένας φοιτητής του Πολυτεχνείου στην Τεχεράνη, το επιβεβαιώνει ‘Υπάρχουν πολλά περσικά sites παρόμοια με το Sci-Hub’”.

Εκείνοι που στήνουν τους ιστότοπους-καθρέφτες του Sci-Hub σαφώς έχουν την πρόθεση να μοιραστούν το περιεχόμενο ευρέως. Θα ήταν έκπληξη αν και άλλοι σε όλο τον κόσμο, ειδικά στις αναδυόμενες οικονομίες, δεν είναι επίσης σε δραστηριότητα λήψης του τεράστιου όγκου των 45 και πλεόν εκατομμυρίων εργασιών, για να κάνουν το ίδιο.

Υπάρχει άλλος ένας παράγοντας που καθιστά την προσπάθεια οποιοδήποτε να γυρίσει το ρολόι πίσω, αρκετά μάταιη. Είναι το ίδιο πράγμα που έδωσε το έναυσμα για ολόκληρη την επανάσταση της ανοιχτής πρόσβασης εξ’ αρχής: η πρόοδος της ψηφιακής τεχνολογίας.

Δεδομένου ότι το κόστος αποθήκευσης εξακολουθεί να μειώνεται και οι ικανότητες να αυξάνονται, στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον θα είναι δυνατό για τους περισσότερους ανθρώπους να έχουν ένα τοπικό αντίγραφο για κάθε ακαδημαϊκή εργασία που γράφτηκε ποτέ, αν το επιθυμούν. Το ερώτημα είναι: θα βοηθήσει αυτό τους εκδότες να συνειδητοποιήσουν την υπεροχή της ψηφιακής έκδοσης του οράματος που είχε ο Anthony Panizzi το 1836 ή θα καταλήξουν να μείνουν στη λάθος πλευρά της ιστορίας με το να του αντιστέκονται;

Πηγή άρθρου: http://arstechnica.com/science

Μετάφραση: http://waves.pirateparty.gr

Leave a Comment